δίω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
δίω
Structure:
δί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: for
de/dia, etc. v.
dei/dw
Sense
- to run away, take to flight, flee
- to be afraid
- to drive away, chase, put to flight, to drive
- to pursue, give chase, to pursue, discharge
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- χλαῖναν δ’ ἔχων φανὴν δίει κοὐ ξυντυχών σ’ Ὑπέρβολοσ δικῶν ἀναπλήσει· (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe 22)
- εχερξιτιυμ σεπτιμι διει φυιτ ομνιυμ μιλιτυμ, ιτα υτ ετ σαγιττασ μιττερεντ ετ αρμισ λυδερεντ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, avidius cassius, chapter 6 3:2)
- ξυμ ξονσοβρινο προξεδερε, αδ εχτρεμυμ ξυμ ει αϝια ετ ματερ διξερεντ ινμινερε μιλιτεσ αδ ειυσ εχιτιυμ, νισι ξονξορδιαμ ϝιδερεντ ιντερ σε ξονσοβρινορυμ, συμπτα πραετεχτα ηορα διει σεχτα προξεσσιτ αδ σενατυμ, αϝια συα αδ σενατυμ ϝοξατα ετ αδ σελλαμ περδυξτα. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, antoninus heliogabalus, chapter 15 6:1)
- ρεπερτυμ, ετ ξυμ θυιεσξερετ ποστ ξονϝιϝιυμ, ηορα διει φερμε σεπτιμα, υνυσ εχ γερμανισ, θυι σξυρραρυμ οφφιξιυμ συστινεβατ, ινγρεσσυσ δορμιεντιβυσ ξυνξτισ, σολο ταμεν ιμπερατορε ιντερϝιγιλαντε ϝισυσ εστ; (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, alexander severus, chapter 61 3:1)
Synonyms
-
to run away
-
to be afraid
-
to drive away
- σεύω (to put in quick motion: to drive, hunt, chase away)
- φοβέω ( I put to flight)
-
to pursue