Ancient Greek-English Dictionary Language

Εἰλείθυια

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: Εἰλείθυια

Structure: Εἰλειθυι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: A quasiparticipial form, as if e)lhluqui=a, the readycomer

Sense

  1. Ilithyia, who comes to aid women

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὦ πότνι’ Εἰλείθυια μή με περιίδῃσ διαρραγέντα μηδὲ βεβαλανωμένον, ἵνα μὴ γένωμαι σκωραμὶσ κωμῳδική. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 1:14)
  • ὡσ δ’ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλοσ ὀξὺ γυναῖκα δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι, Ἥρησ θυγατέρεσ, πικρὰσ ὠδῖνασ ἔχουσαι. (Plutarch, De amore prolis, section 4 1:1)
  • χαλεπὰσ δὲ μᾶλλον εἴποιμ’ ἂν εἶναι καὶ μνησικάκουσ τὰσ τεκούσασ τοῖσ βρέφεσι, κινδύνων τε μεγάλων καὶ πόνων αὐταῖσ γινομένων ὡσ δ’ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλοσ ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊᾶσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι, Ἥρησ θυγατέρεσ, πικρὰσ ὠδῖνασ ἔχουσαι· (Plutarch, De amore prolis, section 42)
  • σήμερον ἄνδρα φάοσδε μογοστόκοσ Εἰλείθυια ἐκφανεῖ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 528)
  • εἶτ’ αὖθισ ἕτερον στίχου τε ἔλαττον καὶ στίχου μεῖζον ἔνθα μητέρ’ ὠδίνων ἐμὴν ἔλυσεν Εἰλείθυια καὶ τὰ ἑξῆσ τούτοισ παραπλήσια. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2635)
  • Νικόμαχοσ δ’ ἐν Εἰλειθυίᾳ καὶ αὐτὸσ παράγει τινὰ μάγειρον ὑπερβάλλοντα τοὺσ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίτασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 371)
  • "οὐδὲν γὰρ αὕτη δίδωσι μετὰ θάνατον , ἢ ὅσα λαμβάνει πρὸσ γένεσιν ἥλιοσ δὲ λαμβάνει μὲν οὐδὲν ἀπολαμβάνει δὲ τὸν νοῦν διδούσ, σελήνη δὲ καὶ λαμβάνει καὶ δίδωσι καὶ συντίθησι καὶ διαιρεῖ κατ’ ἄλλην καὶ ἄλλην δύναμιν , ὧν Εἰλείθυια μὲν ἣ συντίθησιν Ἄρτεμισ δ’ ἣ διαιρεῖ, καλεῖται. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 3029)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION