헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάνοια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάνοια διάνοιης

형태분석: διανοι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from dianoe/omai

  1. 목적, 생각, 뜻, 의도
  2. 생각, 의견, 관념, 주장
  3. 이해, 지능, 총명
  1. a thought, intention, purpose
  2. a thought, notion, opinion
  3. intelligence, understanding
  4. the thought or meaning of, regards the sense

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διάνοια

목적이

διανοίᾱ

목적들이

διάνοιαι

목적들이

속격 διανοίᾱς

목적의

διανοίαιν

목적들의

διανοιῶν

목적들의

여격 διανοίᾱͅ

목적에게

διανοίαιν

목적들에게

διανοίαις

목적들에게

대격 διανοίᾱν

목적을

διανοίᾱ

목적들을

διανοίᾱς

목적들을

호격 διανοίᾱ

목적아

διανοίᾱ

목적들아

διάνοιαι

목적들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ προσέσχε τῇ ψυχῇ Δείνασ τῆσ θυγατρὸσ Ἰακὼβ καὶ ἠγάπησε τὴν παρθένον καὶ ἐλάλησε κατὰ τὴν διάνοιαν τῆσ παρθένου αὐτῇ. (Septuagint, Liber Genesis 34:3)

    (70인역 성경, 창세기 34:3)

  • Καὶ ἤρξατο ὁ πρῶτοσ ὁ εἴπασ περὶ τῆσ ἰσχύοσ τοῦ οἴνου καὶ ἔφη οὕτωσ. ἄνδρεσ, πῶσ ὑπερισχύει ὁ οἶνοσ̣ πάντασ τοὺσ ἀνθρώπουσ τοὺσ πιόντασ αὐτὸν πλανᾷ τὴν διάνοιαν. (Septuagint, Liber Esdrae I 3:17)

    (70인역 성경, 에즈라기 3:17)

  • τοῦ τε βασιλέωσ καὶ τοῦ ὀρφανοῦ ποιεῖ τὴν διάνοιαν μίαν, τήν τε τοῦ οἰκέτου καὶ τὴν τοῦ ἐλευθέρου, τήν τε τοῦ πένητοσ καὶ τὴν τοῦ πλουσίου. (Septuagint, Liber Esdrae I 3:18)

    (70인역 성경, 에즈라기 3:18)

  • καὶ πᾶσαν διάνοιαν μεταστρέφει εἰσ εὐωχίαν καὶ εὐφροσύνην καὶ οὐ μέμνηται πᾶσαν λύπην καὶ πᾶν ὀφείλημα. (Septuagint, Liber Esdrae I 3:19)

    (70인역 성경, 에즈라기 3:19)

  • ἦν δὲ ὁρῶντα τὴν τοῦ ἀρχιερέωσ ἰδέαν τιτρώσκεσθαι τὴν διάνοιαν. ἡ γὰρ ὄψισ καὶ τὸ τῆσ χρόασ παρηλλαγμένον ἐνέφαινε τὴν κατὰ ψυχὴν ἀγωνίαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:16)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:16)

유의어

  1. 목적

  2. 생각

  3. 이해

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION