헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάλειμμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάλειμμα διάλειμματος

형태분석: διαλειμματ (어간)

어원: from dialei/pw

  1. 간격, 음정, 동안
  1. an interval, intervals

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διάλειμμα

간격이

διαλείμματε

간격들이

διαλείμματα

간격들이

속격 διαλείμματος

간격의

διαλειμμάτοιν

간격들의

διαλειμμάτων

간격들의

여격 διαλείμματι

간격에게

διαλειμμάτοιν

간격들에게

διαλείμμασιν*

간격들에게

대격 διάλειμμα

간격을

διαλείμματε

간격들을

διαλείμματα

간격들을

호격 διάλειμμα

간격아

διαλείμματε

간격들아

διαλείμματα

간격들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 간격

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION