헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δένδρον

2군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δένδρον δένδρου

형태분석: δενδρ (어간) + ον (어미)

어원: for forms such as dendre/wn cf. de/ndreon

  1. 나무
  1. tree

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δένδρον

나무가

δένδρω

나무들이

δένδρα

나무들이

속격 δένδρου

나무의

δένδροιν

나무들의

δένδρων

나무들의

여격 δένδρῳ

나무에게

δένδροιν

나무들에게

δένδροις

나무들에게

대격 δένδρον

나무를

δένδρω

나무들을

δένδρα

나무들을

호격 δένδρον

나무야

δένδρω

나무들아

δένδρα

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπωλείᾳ ἀπολεῖτε πάντασ τοὺσ τόπουσ, ἐν οἷσ ἐλάτρευσαν ἐκεῖ τοῖσ θεοῖσ αὐτῶν, οὓσ ὑμεῖσ κληρονομεῖτε αὐτούσ, ἐπὶ τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐπὶ τῶν θινῶν καὶ ὑποκάτω δένδρου δασέοσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 12:2)

    (70인역 성경, 신명기 12:2)

  • ὡσ φύλλον θάλλον ἐπὶ δένδρου δασέοσ, τὰ μὲν καταβάλλει, ἄλλα δὲ φύει, οὕτωσ γενεὰ σαρκὸσ καὶ αἵματοσ, ἡ μὲν τελευτᾷ, ἑτέρα δὲ γεννᾶται. (Septuagint, Liber Sirach 14:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 14:18)

  • ἐπὶ τὰσ κορυφὰσ τῶν ὀρέων ἐθυσίαζον καὶ ἐπὶ τοὺσ βουνοὺσ ἔθυον, ὑποκάτω δρυὸσ καὶ λεύκησ καὶ δένδρου συσκιάζοντοσ, ὅτι καλὸν σκέπη. διὰ τοῦτο ἐκπορνεύσουσιν αἱ θυγατέρεσ ὑμῶν, καὶ αἱ νύμφαι ὑμῶν μοιχεύσουσι. (Septuagint, Prophetia Osee 4:13)

    (70인역 성경, 호세아서 4:13)

  • καὶ γνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριοσ ἐν τῷ εἶναι τοὺσ τραυματίασ ὑμῶν ἐν μέσῳ τῶν εἰδώλων ὑμῶν κύκλῳ τῶν θυσιαστηρίων ὑμῶν, ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω δένδρου συσκίου, οὗ ἔδωκαν ἐκεῖ ὀσμὴν εὐωδίασ πᾶσι τοῖσ εἰδώλοισ αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 6:13)

    (70인역 성경, 에제키엘서 6:13)

  • καὶ ὅτι εἶπαν. ἐάσατε τὴν φυὴν τῶν ριζῶν τοῦ δένδρου, ἡ βασιλεία σου σοὶ μενεῖ, ἀφ’ ἧσ ἂν γνῷσ τὴν ἐξουσίαν τὴν οὐράνιον. (Septuagint, Prophetia Danielis 4:23)

    (70인역 성경, 다니엘서 4:23)

유의어

  1. 나무

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION