δέμνιον
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
δέμνιον
형태분석:
δεμνι
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 침대, 소파, 바닥
- the bedstead or matrass
- a bed, bedding
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ δ’ οὐδὲν ἡμῖν ἐν γένει πεφυκότεσ, πάλαι παρόντεσ, οἳ μὲν ἐν χωστοῖσ τάφοισ κεῖνται πεσόντεσ, πίστισ οὐ σμικρὰ πόλει, οἳ δ’ ἔν θ’ ὅπλοισι καὶ παρ’ ἱππείοισ ὄχοισ ψυχρὰν ἀήσιν δίψιόν τε πῦρ θεοῦ μένουσι καρτεροῦντεσ, οὐκ ἐν δεμνίοισ πυκνὴν ἄμυστιν ὡσ σὺ δεξιούμενοι. (Euripides, Rhesus, episode, iambics13)
(에우리피데스, Rhesus, episode, iambics13)
- σφαγαὶ δ’ ἀμφιβώμιοι Φρυγῶν, ἔν τε δεμνίοισ καράτομοσ ἐρημία νεανίδων στέφανον ἔφερεν Ἑλλάδι κουροτρόφον, Φρυγῶν πατρίδι πένθη. (Euripides, The Trojan Women, choral, epode5)
(에우리피데스, The Trojan Women, choral, epode5)
- Καὶ γὰρ ὁ μὲν τῷ σώματι νοσῶν εὐθὺσ ἐνδοὺσ καὶ καθεὶσ ἑαυτὸν εἰσ τὸ κλινίδιον ἡσυχίαν ἄγει θεραπευόμενοσ, ἂν δέ που μικρὸν ἐξᾴξῃ καὶ διασκιρτήσῃ τὸ σῶμα φλεγμονῆσ προσπεσούσησ, εἰπών τισ τῶν παρακαθημένων πράωσ, μέν’, ὦ ταλαίπωρ’, ἀτρέμα σοῖσ ἐν δεμνίοισ, ἐπέστησε καὶ κατέσχεν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 2:2)
(플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 2:2)
- ἂν δέ που μικρὸν ἐξᾴξῃ καὶ διασκιρτήσῃ τὸ σῶμα φλεγμονῆσ προσπεσούσησ, εἰπών τισ τῶν παρακαθημένων πράωσ μέν’, ὦ ταλαίπωρ’, ἀτρέμα σοῖσ ἐν δεμνίοισ ἐπέστησε καὶ κατέσχεν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 7:1)
(플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 7:1)
- κλύεισ, ὦ κατ’ αὐλὰν ἀλαίνων γεραιὸν πόδ’ ἢ δεμνίοισ δύ‐ στανοσ ἰαύων; (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 2:2)
(에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 2:2)
유의어
-
침대
- θάλαμος (침대, 소파)
- εὐνή (침대, 소파)
- εὐνή (bedding)
- ἐγκοιτάς (serving for a bed)
- εὐνή (marriage-bed)
- λέκτρον (the marriage-bed)
- κοίτη (the marriage-bed)
- ἑρμίς (a bed-post)
- δωμάτιον (방, 약실, 칸)
- λέκτρον (침대, 소파, 바닥)
- λέχος (침대, 소파, 바닥)
- ἰωνιή (a violet-bed)
- κλισία (침대, 소파, 바닥)