- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δειλός?

; 자동번역 로마알파벳 전사: deilos 고전 발음: [] 신약 발음: [딜로]

기본형: δειλός

어원: δέος

  1. 악한, 보잘것없은, 열없은, 무서워하다, 쓸모없는, 가난한, 하찮은
  2. 가난한, 가련한, 어려운, 불쌍한, 불행한, 비참한, 부족한
  3. 가련한, 불행한, 비참한
  1. cowardly, craven, vile, worthless, afraid of . .
  2. miserable, luckless, wretched, poor, poor wretch!, poor wretches!
  3. miserable, wretched

예문

  • καὶ προσθήσουσιν οἱ γραμματεῖς λαλῆσαι πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἐροῦσι. τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, ἵνα μὴ δειλιάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὥσπερ ἡ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 20:8)

    (70인역 성경, 신명기 20:8)

  • καὶ νῦν λάλησον δὴ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ λέγων. τίς ὁ φοβούμενος καὶ δειλός; ἐπιστρεφέτω καὶ ἐκχωρείτω ἀπὸ ὄρους Γαλαάδ. καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ λαοῦ εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδες, καὶ δέκα χιλιάδες ὑπελείφθησαν. (Septuagint, Liber Iudicum 7:3)

    (70인역 성경, 판관기 7:3)

  • καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἄνδρες λοιμοὶ υἱοὶ παράνομοι, καὶ ἀντέστη πρὸς Ροβοὰμ τὸν τοῦ Σαλωμών, καὶ Ροβοὰμ ἦν νεώτερος καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ καὶ οὐκ ἀντέστη κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 13:7)

    (70인역 성경, 역대기 하권 13:7)

  • καὶ γὰρ ἀπαρρησίαστος καὶ δειλὸς ἅπας ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος οὐδὲν ἐς τοὐμφανὲς ἄγων, ἀλλ ὥσπερ οἱ λοχῶντες ἐξ ἀφανοῦς ποθεν τοξεύων, ὡς μηδὲ ἀντιτάξασθαι δυνατὸν εἶναι μηδὲ ἀνταγωνίσασθαι, ἀλλ ἐν ἀπορίᾳ καὶ ἀγνοίᾳ τοῦ πολέμου διαφθείρεσθαι, ὃ μέγιστόν ἐστι σημεῖον τοῦ μηδὲν ὑγιὲς τοὺς διαβάλλοντας λέγειν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 9:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 9:1)

  • εἴ τις πανοπλίαν καλὴν ἐνδὺς ἔπειτα φεύγοι πρὸ τῶν ἄλλων, ἐπισημότερος ὢν δειλὸς ἀπὸ τῶν ὅπλων. (Lucian, De Domo, (no name) 17:3)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 17:3)

유의어

  1. 가난한

  2. 가련한

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION