헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξενίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξενίζω

형태분석: ξενίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ce/nos

  1. 놀라다, 경악하다
  1. to receive or entertain strangers, to receive as a guest, to present with, to be entertained as a guest
  2. to astonish by some strange sight, to be astonished
  3. to be a stranger, speak with a foreign accent, to be strange or unusual

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενίζω

ξενίζεις

ξενίζει

쌍수 ξενίζετον

ξενίζετον

복수 ξενίζομεν

ξενίζετε

ξενίζουσιν*

접속법단수 ξενίζω

ξενίζῃς

ξενίζῃ

쌍수 ξενίζητον

ξενίζητον

복수 ξενίζωμεν

ξενίζητε

ξενίζωσιν*

기원법단수 ξενίζοιμι

ξενίζοις

ξενίζοι

쌍수 ξενίζοιτον

ξενιζοίτην

복수 ξενίζοιμεν

ξενίζοιτε

ξενίζοιεν

명령법단수 ξένιζε

ξενιζέτω

쌍수 ξενίζετον

ξενιζέτων

복수 ξενίζετε

ξενιζόντων, ξενιζέτωσαν

부정사 ξενίζειν

분사 남성여성중성
ξενιζων

ξενιζοντος

ξενιζουσα

ξενιζουσης

ξενιζον

ξενιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενίζομαι

ξενίζει, ξενίζῃ

ξενίζεται

쌍수 ξενίζεσθον

ξενίζεσθον

복수 ξενιζόμεθα

ξενίζεσθε

ξενίζονται

접속법단수 ξενίζωμαι

ξενίζῃ

ξενίζηται

쌍수 ξενίζησθον

ξενίζησθον

복수 ξενιζώμεθα

ξενίζησθε

ξενίζωνται

기원법단수 ξενιζοίμην

ξενίζοιο

ξενίζοιτο

쌍수 ξενίζοισθον

ξενιζοίσθην

복수 ξενιζοίμεθα

ξενίζοισθε

ξενίζοιντο

명령법단수 ξενίζου

ξενιζέσθω

쌍수 ξενίζεσθον

ξενιζέσθων

복수 ξενίζεσθε

ξενιζέσθων, ξενιζέσθωσαν

부정사 ξενίζεσθαι

분사 남성여성중성
ξενιζομενος

ξενιζομενου

ξενιζομενη

ξενιζομενης

ξενιζομενον

ξενιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Θρασύμαχοσ δ’ ὁ Χαλκηδόνιοσ ἔν τινι τῶν προοιμίων τὸν Τιμοκρέοντά φησιν ὡσ μέγαν βασιλέα ἀφικόμενον καὶ ξενιζόμενον παρ’ αὐτῷ πολλὰ ἐμφορεῖσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 9 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 9 2:1)

  • τρέφειν τε καὶ μισθοδοτεῖν ἠναγκάζοντο τοὺσ Μακεδόνασ, θυσίασ δὲ καὶ πομπὰσ καὶ ἀγῶνασ Ἀντιγόνῳ συνετέλουν, ἀρξαμένων τῶν Ἀράτου πολιτῶν καὶ δεξαμένων τῇ πόλει τὸν Ἀντίγονον ὑπ’ Ἀράτου ξενιζόμενον, ᾐτιῶντο πάντων ἐκεῖνον, ἀγνοοῦντεσ ὅτι τὰσ ἡνίασ ἐκείνῳ παραδεδωκὼσ καὶ τῇ ῥύμῃ τῆσ βασιλικῆσ ἐφελκόμενοσ ἐξουσίασ οὐδενὸσ ἦν ἢ μόνησ φωνῆσ ἔτι κύριοσ, ἐπισφαλῆ τὴν παρρησίαν ἐχούσησ. (Plutarch, Aratus, chapter 45 2:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 45 2:1)

  • βλέπων δὲ τὸν Ἄδαμον οὐκ ἔχοντα κοινωνίαν πρὸσ τὸ θῆλυ καὶ συνδιαίτησιν, οὐδὲ γὰρ ἦν, ξενιζόμενον δ’ ἐπὶ τοῖσ ἄλλοισ ζῴοισ οὕτωσ ἔχουσι, μίαν αὐτοῦ κοιμωμένου πλευρὰν ἐξελὼν ἐξ αὐτῆσ ἔπλασε γυναῖκα. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 43:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 43:2)

유의어

  1. to receive or entertain strangers

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION