Ancient Greek-English Dictionary Language

βρίθω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βρίθω

Structure: βρίθ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: From same Root as briaro/s.

Sense

  1. to be heavy or weighed down with, to visit heavily
  2. to groan with weight of
  3. to be heavy, sinks
  4. to outweigh, prevail, by, to have the preponderance in fight, to be master, prevail
  5. to weigh down, to be laden, laden

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρίθω βρίθεις βρίθει
Dual βρίθετον βρίθετον
Plural βρίθομεν βρίθετε βρίθουσιν*
SubjunctiveSingular βρίθω βρίθῃς βρίθῃ
Dual βρίθητον βρίθητον
Plural βρίθωμεν βρίθητε βρίθωσιν*
OptativeSingular βρίθοιμι βρίθοις βρίθοι
Dual βρίθοιτον βριθοίτην
Plural βρίθοιμεν βρίθοιτε βρίθοιεν
ImperativeSingular βρίθε βριθέτω
Dual βρίθετον βριθέτων
Plural βρίθετε βριθόντων, βριθέτωσαν
Infinitive βρίθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βριθων βριθοντος βριθουσα βριθουσης βριθον βριθοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρίθομαι βρίθει, βρίθῃ βρίθεται
Dual βρίθεσθον βρίθεσθον
Plural βριθόμεθα βρίθεσθε βρίθονται
SubjunctiveSingular βρίθωμαι βρίθῃ βρίθηται
Dual βρίθησθον βρίθησθον
Plural βριθώμεθα βρίθησθε βρίθωνται
OptativeSingular βριθοίμην βρίθοιο βρίθοιτο
Dual βρίθοισθον βριθοίσθην
Plural βριθοίμεθα βρίθοισθε βρίθοιντο
ImperativeSingular βρίθου βριθέσθω
Dual βρίθεσθον βριθέσθων
Plural βρίθεσθε βριθέσθων, βριθέσθωσαν
Infinitive βρίθεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βριθομενος βριθομενου βριθομενη βριθομενης βριθομενον βριθομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ’ ἁγνῇ, ἐκτελέα βρίθειν Δημήτεροσ ἱερὸν ἀκτήν, ἀρχόμενοσ τὰ πρῶτ’ ἀρότου, ὅτ’ ἂν ἄκρον ἐχέτλησ χειρὶ λαβὼν ὁρ́πηκα βοῶν ἐπὶ νῶτον ἵκηαι ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβων. (Hesiod, Works and Days, Book WD 53:1)
  • τὰν Πηνειοῦ σεμνὰν χώραν, κρηπῖδ’ Οὐλύμπου καλλίσταν, ὄλβῳ βρίθειν φάμαν ἤκουσ’ εὐθαλεῖ τ’ εὐκαρπείᾳ· (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 21)
  • οἱ μὲν δὴ πλησίον Ἐρασιστράτου τοῖσ χρόνοισ γενόμενοι τὰ μὲν ἄνω τῶν νεφρῶν μόρια καθαρὸν αἷμα λαμβάνειν φασί, τῷ δὲ βάροσ ἔχειν τὸ ὑδατῶδεσ περίττωμα βρίθειν τε καὶ ὑπορρεῖν κάτω· (Galen, On the Natural Faculties., , section 174)
  • οὐ γὰρ δὴ αὐτῷ θέμισ ἐπὶ γῆν βρίθειν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, ἀλλ’ ἀπὸ γῆσ ἄνω μετεωροπολεῖν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 16, chapter 1 1:2)
  • ἀλλὰ σὺ νηπιάχου δμωόσ, κόνι, μήποτε βρίθειν ὀστέα, τοῦ διετοῦσ φειδομένη Κόρακοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 632 1:1)

Synonyms

  1. to be heavy or weighed down with

  2. to groan with weight of

  3. to be heavy

  4. to outweigh

  5. to weigh down

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION