헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουκόλος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βουκόλος βουκόλου

형태분석: βουκολ (어간) + ος (어미)

어원: -kolos is prob. an altered form of -polos, cf. ai)po/los.

  1. 목우자, 소 치는 사람, 목동
  1. A person who tends cattle: cowherd
  2. A follower of Dionysus

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βουκόλος

목우자가

βουκόλω

목우자들이

βουκόλοι

목우자들이

속격 βουκόλου

목우자의

βουκόλοιν

목우자들의

βουκόλων

목우자들의

여격 βουκόλῳ

목우자에게

βουκόλοιν

목우자들에게

βουκόλοις

목우자들에게

대격 βουκόλον

목우자를

βουκόλω

목우자들을

βουκόλους

목우자들을

호격 βουκόλε

목우자야

βουκόλω

목우자들아

βουκόλοι

목우자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ σύριγγι τραφεῖσαν οὐδ’ ἐν ῥοιβδήσεσι βουκόλων, παρὰ δὲ ματέρι νυμφοκόμον Ἰναχίδαισ γάμον. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, epode2)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, epode2)

  • καὶ τοῦτ’ ἔχων οἰκέτησ αὐτοῦ λέγοντοσ ὄπισθεν ἑστὼσ ἐνεδίδου τόνον ἐπιεικῆ καὶ πρᾶον, ᾧ τὴν κραυγὴν ἀνεκαλεῖτο καὶ τὸ τραχὺ καὶ τὸ θυμικὸν ἀφῄρει τῆσ φωνῆσ, ὥσπερ ὁ τῶν βουκόλων κηρόπλαστοσ ὀτοβεῖ δόναξ ἀχέτασ ὑπνοδόταν νόμον, ἐπιθέλγων καὶ καθιστὰσ τὴν ὀργὴν τοῦ ῥήτοροσ. (Plutarch, De cohibenda ira, section 6 2:1)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 6 2:1)

  • ἐγώ σφ’ ἀπείργω, δυσφόρουσ ἐπ’ ὄμμασι γνώμασ βαλοῦσα τῆσ ἀνηκέστου χαρᾶσ, καὶ πρόσ τε ποίμνασ ἐκτρέπω σύμμικτά τε λείασ ἄδαστα βουκόλων φρουρήματα· (Sophocles, Ajax, episode 2:15)

    (소포클레스, Ajax, episode 2:15)

  • ὦ χέρεσ χέρεσ, ὦ νῶτα καὶ στέρν’, ὦ φίλοι βραχίονεσ, ὑμεῖσ δὲ κεῖνοι δὴ καθέσταθ’, οἵ ποτε Νεμέασ ἔνοικον, βουκόλων ἀλάστορα λέοντ’, ἄπλατον θρέμμα κἀπροσήγορον, βίᾳ κατειργάσασθε, Λερναίαν θ’ ὕδραν, διφυῆ τ’ ἄμικτον ἱπποβάμονα στρατὸν θηρῶν, ὑβριστὴν ἄνομον, ὑπέροχον βίαν, Ἐρυμάνθιόν τε θῆρα, τόν θ’ ὑπὸ χθονὸσ Αἵδου τρίκρανον σκύλακ’, ἀπρόσμαχον τέρασ, δεινῆσ Ἐχίδνησ θρέμμα, τόν τε χρυσέων δράκοντα μήλων φύλακ’ ἐπ’ ἐσχάτοισ τόποισ. (Sophocles, Trachiniae, episode 1:7)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 1:7)

  • ἀποβὰσ δὲ τῆσ νεὼσ σὺν τοῖσ ἡρ́ωσι κατά τινα τῆσ νήσου τόπον ἔρημον ἠλαύνετο ὑπὸ τῶν βουκόλων, λῃστὰσ ἐμβεβληκέναι δοκούντων καὶ μὴ δυναμένων ἀκοῦσαι λέγοντοσ αὐτοῦ τὴν ἀλήθειαν διὰ τὴν κραυγὴν τῶν κυνῶν, ἀλλὰ βαλλόντων κἀκείνων, παραγενόμενοσ Ἀλθαιμένησ ἀκοντίσασ ἀπέκτεινεν ἀγνοῶν Κατρέα. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 2 2:4)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 2 2:4)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION