βουκόλος
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
βουκόλος
βουκόλου
형태분석:
βουκολ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: -kolos is prob. an altered form of -polos, cf. ai)po/los.
뜻
- 목우자, 소 치는 사람, 목동
- A person who tends cattle: cowherd
- A follower of Dionysus
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι καὶ ποιμένεσ, κοινῶν λόγων δώσοντεσ ἀλλήλοισ ἔριν ὡσ δεινὰ δρῶσι θαυμάτων τ’ ἐπάξια· (Euripides, episode, trochees 5:1)
(에우리피데스, episode, trochees 5:1)
- τρίτοι δέ εἰσιν Ἰνδοῖσιν οἱ νομέεσ, οἱ ποιμένεσ τε καὶ οἱ βουκόλοι. (Arrian, Indica, chapter 11 11:1)
(아리아노스, Indica, chapter 11 11:1)
- καὶ Ἀρχέστρατοσ ἐν τῷ πολυθρυλήτῳ ποιήματι καὶ σιτευτὸν χηνὸσ ὁμοῦ σκεύαζε νεοττόν, ὀπτὸν ἁπλῶσ καὶ τόνδε, σὺ δὲ ἡμῖν, ὦ Οὐλπιανέ, δίκαιοσ εἶ λέγειν, ὁ περὶ πάντων πάντασ ἀπαιτῶν, ποῦ μνήμησ ἠξίωται παρὰ τοῖσ ἀρχαίοισ τὰ πολυτελῆ ταῦτα τῶν χηνῶν ἥπατα, ὅτι γὰρ χηνοβοσκοὺσ οἴδασι μάρτυσ Κρατῖνοσ ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ λέγων ’ χηνοβοσκοί, βουκόλοι Ὅμηροσ δὲ καὶ θηλυκῶσ καὶ ἀρσενικῶσ εἴρηκεν· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 327)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 327)
- ἀλλ’ οὗτοσ μὲν ἐξέθηκεν εἰσ Κιθαιρῶνα, Πολύβου δὲ βουκόλοι, τοῦ Κορινθίων βασιλέωσ, τὸ βρέφοσ εὑρόντεσ πρὸσ τὴν αὐτοῦ γυναῖκα Περίβοιαν ἤνεγκαν. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 5 7:4)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 5 7:4)
- τείωσ δ’ αὖτ’ ἀγέληθεν ἐπιπροέηκαν ἄγοντεσ βουκόλοι Αἰσονίδαο δύω βόε. (Apollodorus, Argonautica, book 1 8:7)
(아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 8:7)