βοάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
βοάω
Structure:
βοά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cry aloud, to shout, men ready to shout
- to sound, resound, roar, howl, it proclaims
- to call to one, call on
- to call for, shout out for
- to noise abroad
- to cry aloud or command in a loud voice
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἆρ’ ἦν μετὰ ταῦθ’ ἡ ῥάφανοσ, ἣν ἐβοᾶτε; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 86 3:10)
- νῦν δὲ τοῦτο καὶ πάντων ἄν μοι δεινότατον συμβαίη, εἰ παρ’ αὐτὰ τἀδικήμαθ’ οὕτωσ ὀργίλωσ καὶ πικρῶσ καὶ χαλεπῶσ ἅπαντεσ ἔχοντεσ ἐφαίνεσθε, ὥστε Νεοπτολέμου καὶ Μνησαρχίδου καὶ Φιλιππίδου καί τινοσ τῶν σφόδρα τούτων πλουσίων δεομένων καὶ ἐμοῦ καὶ ὑμῶν, ἐβοᾶτε μὴ ἀφεῖναι, καὶ προσελθόντοσ μοι Βλεπαίου τοῦ τραπεζίτου, τηλικοῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡσ, τοῦτ’ ἐκεῖνο, χρήματά μου ληψομένου, ὥστε μ’, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, φοβηθέντα τὸν ὑμέτερον θόρυβον θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χιτωνίσκῳ γενέσθαι, φεύγοντ’ ἐκεῖνον ἕλκοντά με, καὶ μετὰ ταῦτ’ ἀπαντῶντεσ ὅπωσ ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει· (Demosthenes, Speeches 21-30, 277:1)
- εἰ γὰρ μνησθείη τειχῶν ἐπισκευῆσ ἢ πύργου, ἢ ὡσ ἀπήγετό ποι τισ, εὐθὺσ ἐβοᾶτε καὶ ἐγελᾶτε, καὶ αὐτοὶ ἐλέγετε τὴν ἐπωνυμίαν τῶν ἔργων ὧν σύνιστε αὐτῷ. (Aeschines, Speeches, , section 808)
- νῦν οὖν ὑμέτερον ἔργον ἐστὶ μὴ ψεύσασθαι αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἀλλ̓ ἐπιδεῖξαι σωφρόνωσ καὶ καλῶσ αὑτοὺσ ἐκκλησιάζοντασ, καὶ πρῶτον, ἐμοὶ δοκεῖν, καλλωπίσασθαι τῇ φιλίᾳ τῇ πρὸσ ἀλλήλουσ καὶ ὁμονοίᾳ, κἂν δεῦρο ἀφίκηται παρακληθείσ, περὶ μὲν τῶν ἄλλων ὧν ἐβοᾶτε ὑπερθέσθαι· (Dio, Chrysostom, Orationes, 2:4)
Synonyms
-
to cry aloud
-
to call to one
-
to call for
-
to noise abroad
-
to cry aloud or command in a loud voice
Derived
- ἀναβοάω (to shout aloud, utter a loud cry, a war-cry)
- διαβοάω (to shout out, proclaim, publish)
- ἐκβοάω (to call out, cry aloud)
- ἐμβοάω (to call upon, shout to)
- ἐπαναβοάω (to cry out)
- ἐπιβοάω (to call upon or to, cry out to, to utter or sing aloud over)
- καταβοάω (to cry down, cry out against, to bawl down)
- προβοάω (to shout before, cry aloud)
- προσβοάομαι (to call to oneself, call in)
- συμβοάω (to shout together with, to call on, at once)
- συναναβοάω (to cry out together)