헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βέλος

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βέλος βέλεος

형태분석: βελο (어간) + ς (어미)

어원: ba/llw, 참고: 라틴어 jacio 에서 파생된 jaculum

  1. 화살, 다트, 미사일, 나사못
  2. 무기, 창
  1. missile, arrow, dart
  2. weapon
  3. something quickly moving
  4. artillery

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βέλος

화살이

βέλει

화살들이

βέλη

화살들이

속격 βέλους

화살의

βέλοιν

화살들의

βελέων

화살들의

여격 βέλει

화살에게

βέλοιν

화살들에게

βέλεσιν*

화살들에게

대격 βέλος

화살을

βέλει

화살들을

βέλη

화살들을

호격 βέλος

화살아

βέλει

화살들아

βέλη

화살들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλουσ πετομένου ἡμέρασ, (Septuagint, Liber Psalmorum 90:5)

    (70인역 성경, 시편 90:5)

  • ἢ ὡσ βέλουσ βληθέντοσ ἐπὶ σκοπόν, τμηθεὶσ ὁ ἀὴρ εὐθέωσ εἰσ ἑαυτὸν ἀνελύθη ὡσ ἀγνοῆσαι τὴν δίοδον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sapientiae 5:12)

    (70인역 성경, 지혜서 5:12)

  • ὡσ διψῶν ὁδοιπόροσ τὸ στόμα ἀνοίξει, καὶ ἀπὸ παντὸσ ὕδατοσ τοῦ σύνεγγυσ πίεται, κατέναντι παντὸσ πασσάλου καθήσεται καὶ ἔναντι βέλουσ ἀνοίξει φαρέτραν. (Septuagint, Liber Sirach 26:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 26:12)

  • μετὰ βέλουσ καὶ τοξεύματοσ εἰσελεύσονται ἐκεῖ, ὅτι χέρσοσ καὶ ἄκανθα ἔσται πᾶσα ἡ γῆ. (Septuagint, Liber Isaiae 7:24)

    (70인역 성경, 이사야서 7:24)

  • οἱ Ἰνδοὶ δὲ καὶ οἱ ἐλέφαντεσ αὐτῶν αὐτίκα ἐγκλίναντεσ σὺν οὐδενὶ κόσμῳ ἔφευγον οὐδ’ ἐντὸσ βέλουσ γενέσθαι ὑπομείναντεσ, καὶ τέλοσ κατὰ κράτοσ ἑαλώκεσαν καὶ αἰχμάλωτοι ἀπήγοντο ὑπὸ τῶν τέωσ καταγελωμένων, ἔργῳ μαθόντεσ ὡσ οὐκ ἐχρῆν ἀπὸ τῆσ πρώτησ ἀκοῆσ καταφρονεῖν ξένων στρατοπέδων, ἀλλά τί πρὸσ τὸν Διόνυσον ὁ Διόνυσοσ οὗτοσ; (Lucian, (no name) 4:4)

    (루키아노스, (no name) 4:4)

유의어

  1. 화살

  2. 무기

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION