- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βέλος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: belos 고전 발음: [벨로] 신약 발음: [밸로]

기본형: βέλος βέλεος

형태분석: βελο (어간) + ς (어미)

어원: βάλλω, 참고: 라틴어 jacio 에서 파생된 jaculum

  1. 화살, 다트, 미사일, 나사못
  2. 무기, 창
  1. missile, arrow, dart
  2. weapon
  3. something quickly moving
  4. artillery

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βέλος

화살이

βέλει

화살들이

βέλη

화살들이

속격 βέλους

화살의

βέλοιν

화살들의

βελέων

화살들의

여격 βέλει

화살에게

βέλοιν

화살들에게

βέλεσι(ν)

화살들에게

대격 βέλος

화살을

βέλει

화살들을

βέλη

화살들을

호격 βέλος

화살아

βέλει

화살들아

βέλη

화살들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βελέων δ οὐκ εἶδε φαρέτρην - πολλάκι δ ἀγλαϊῄσιν ἐυγλήνοισι προσώπων παπταίνειν ἐδόκευε τὸν ἡμερίδων βασιλῆα: (Colluthus, Rape of Helen, book 1123)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1123)

  • οὕτω δὴ βουλευσάμενος καὶ καθάπερ ὁ Ζεὺς τὸν Ἕκτορα ὑπεξαγαγὼν ἐμαυτὸν ἐκ βελέων, φασίν, ἔκ τ ἀνδροκτασίης ἔκ θ αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ τὸ λοιπὸν οἰκουρεῖν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῦτον γυναικώδη καὶ ἄτολμον τοῖς πολλοῖς δοκοῦντα προτιθέμενος αὐτῇ φιλοσοφίᾳ, καὶ Πλάτωνι καὶ ἀληθείᾳ προσλαλῶ, καὶ καθίσας ἐμαυτὸν ὥσπερ ἐν θεάτρῳ μυριάνδρῳ σφόδρα που μετέωρος ἐπισκοπῶ τὰ γιγνόμενα, τοῦτο μὲν πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα, τοῦτο δὲ καὶ πεῖραν ἀνδρὸς ὡς ἀληθῶς βεβαίου λαβεῖν. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 18:1)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 18:1)

  • ἀλλ ἢν μή μοι ταχὺ μάξῃ, τάδε κέκτημαι πρόβλημα κακῶν, σκευὴν βελέων ἀλεωρήν. (Aristophanes, Wasps, Agon, epirrheme 2:3)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, epirrheme 2:3)

  • οἳ δὲ τήν τε λαμπρότητα τῶν ὅπλων ἐκπλαγέντες καὶ τῆς ἐφόδου τὴν ὀξύτητα καὶ πρὸς τῶν τοξευμάτων τε καὶ τῶν ἄλλων βελέων βαλλόμενοι, οἱᾶ δὴ ἡμίγυμνοι ἄνθρωποι, οὐδὲ ὀλίγον ἐς ἀλκὴν τραπέντες ἐγκλίνουσι. (Arrian, Indica, chapter 24 8:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 24 8:1)

  • καὶ πρὶν μὲν αἰὲν νυχίου δείματος ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων θούριος Αἰάς: (Sophocles, Ajax, choral, antistrophe 21)

    (소포클레스, Ajax, choral, antistrophe 21)

유의어

  1. 화살

  2. 무기

관련어

명사

형용사

동사

부사

접속사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION