헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάσκανος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βάσκανος βάσκανος βάσκανον

형태분석: βασκαν (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 부러운, 앙심을 품은, 중상적인, 명예를 훼손하는
  1. slanderous, envious, malignant
  2. (substantive) slanderer, tale-bearer, sorcerer

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 βάσκανος

부러운 (이)가

βάσκανον

부러운 (것)가

속격 βασκάνου

부러운 (이)의

βασκάνου

부러운 (것)의

여격 βασκάνῳ

부러운 (이)에게

βασκάνῳ

부러운 (것)에게

대격 βάσκανον

부러운 (이)를

βάσκανον

부러운 (것)를

호격 βάσκανε

부러운 (이)야

βάσκανον

부러운 (것)야

쌍수주/대/호 βασκάνω

부러운 (이)들이

βασκάνω

부러운 (것)들이

속/여 βασκάνοιν

부러운 (이)들의

βασκάνοιν

부러운 (것)들의

복수주격 βάσκανοι

부러운 (이)들이

βάσκανα

부러운 (것)들이

속격 βασκάνων

부러운 (이)들의

βασκάνων

부러운 (것)들의

여격 βασκάνοις

부러운 (이)들에게

βασκάνοις

부러운 (것)들에게

대격 βασκάνους

부러운 (이)들을

βάσκανα

부러운 (것)들을

호격 βάσκανοι

부러운 (이)들아

βάσκανα

부러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ βλάσφημα δὲ καὶ πικρὰ τοῖσ βασκάνοισ καὶ κακοήθεσιν. (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 4 5:1)

    (플루타르코스, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 4 5:1)

  • τοῦτο δὲ ἐκείνῳ μὲν εἰσ φθόνον μετέβαλε τὸν ἔλεον, τοῖσ δὲ κακοήθεσι καὶ βασκάνοισ παρέσχεν ἀποτρέψαι καὶ διαφθεῖραι τὴν φιλανθ ρωπίαν τοῦ βασιλέωσ, ἐκφοβήσασιν αὐτόν, ὡσ οὐκ εἰσ ἀναβολάσ, ἀλλ’ ἅμα τῷ πρῶτον ὀφθῆναι τὸν ἄνδρα, μεγάλων ἐσομένων ἐν τῷ στρατοπέδῳ νεωτερισμῶν. (Plutarch, Demetrius, chapter 50 3:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 50 3:1)

  • ἔδοξα λέγειν ἔν τισιν ἐνδεικνύμενοσ αὐτοῖσ μεταξὺ τῶν λόγων ὧν ἠγωνιζόμην καλέσαι τὸν θεὸν ὡδὶ λέγων, δέσποτα Ἀσκληπιὲ, εἰ μὲν ὑπερέχω τε λόγοισ καὶ πολὺ ὑπερέχω, ἐμοὶ μὲν ὑγίειαν, τοῖσ βασκάνοισ δ’ εἶναι ῥήγνυσθαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 17:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 17:7)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION