- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάσκανος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: baskanos 고전 발음: [까노] 신약 발음: [까노]

기본형: βάσκανος βάσκανος βάσκανον

형태분석: βασκαν (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 부러운, 앙심을 품은, 중상적인, 명예를 훼손하는
  1. slanderous, envious, malignant
  2. (substantive) slanderer, tale-bearer, sorcerer

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 βάσκανος

부러운 (이)가

βάσκανον

부러운 (것)가

속격 βασκάνου

부러운 (이)의

βασκάνου

부러운 (것)의

여격 βασκάνῳ

부러운 (이)에게

βασκάνῳ

부러운 (것)에게

대격 βάσκανον

부러운 (이)를

βάσκανον

부러운 (것)를

호격 βάσκανε

부러운 (이)야

βάσκανον

부러운 (것)야

쌍수주/대/호 βασκάνω

부러운 (이)들이

βασκάνω

부러운 (것)들이

속/여 βασκάνοιν

부러운 (이)들의

βασκάνοιν

부러운 (것)들의

복수주격 βάσκανοι

부러운 (이)들이

βάσκανα

부러운 (것)들이

속격 βασκάνων

부러운 (이)들의

βασκάνων

부러운 (것)들의

여격 βασκάνοις

부러운 (이)들에게

βασκάνοις

부러운 (것)들에게

대격 βασκάνους

부러운 (이)들을

βάσκανα

부러운 (것)들을

호격 βάσκανοι

부러운 (이)들아

βάσκανα

부러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ συνδείπνει ἀνδρὶ βασκάνῳ, μηδὲ ἐπιθύμει τῶν βρωμάτων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:6)

    (70인역 성경, 잠언 23:6)

  • σπεύδει πλουτεῖν ἀνὴρ βάσκανος, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐλεήμων κρατήσει αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 28:23)

    (70인역 성경, 잠언 28:23)

  • Ἀνδρὶ μικρολόγῳ οὐ καλὸς ὁ πλοῦτος, καὶ ἀνθρώπῳ βασκάνῳ ἱνατί χρήματα; (Septuagint, Liber Sirach 14:3)

    (70인역 성경, Liber Sirach 14:3)

  • μωρὸς ἀχαρίστως ὀνειδιεῖ, καὶ δόσις βασκάνου ἐκτήκει ὀφθαλμούς. (Septuagint, Liber Sirach 18:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 18:18)

  • μετὰ γυναικὸς περὶ τῆς ἀντιζήλου αὐτῆς καὶ μετὰ δειλοῦ περὶ πολέμου, μετὰ ἐμπόρου περὶ μεταβολίας καὶ μετὰ ἀγοράζοντος περὶ πράσεως, μετὰ βασκάνου περὶ εὐχαριστίας καὶ μετὰ ἀνελεήμονος περὶ χρηστοηθείας, μετὰ ὀκνηροῦ περὶ παντὸς ἔργου καὶ μετὰ μισθίου ἐφεστίου περὶ συντελείας, οἰκέτῃ ἀργῷ περὶ πολλῆς ἐργασίας, μὴ ἔπεχε ἐπὶ τούτοις περὶ πάσης συμβουλίας. (Septuagint, Liber Sirach 37:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 37:11)

  • διὸ καὶ βάσκανος ἔδοξεν εἶναι, προσλαμβάνων τοῖς ἀναγκαίοις τινὰ ὀνειδισμοῖς κατὰ τῶν ἐνδόξων προσώπων οὐκ ἀναγκαῖα πράγματα, ὅμοιόν τι ποιῶν τοῖς ἰατροῖς, οἳ τέμνουσι καὶ καίουσι τὰ διεφθαρμένα τοῦ σώματος ἑώς βάθους τὰ καυτήρια καὶ τὰς τομὰς φέροντες, οὐδὲν τῶν ὑγιαινόντων καὶ κατὰ φύσιν ἐχόντων στοχαζόμενοι. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 8:2)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 8:2)

  • ἀλλ οὐ ψεύδει τούτων γ οὐδέν, καίπερ σφόδρα βάσκανος οὖσα. (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:24)

    (아리스토파네스, Plutus, Agon, epirrheme 1:24)

  • ἐπίπαστα λείξας δημιόπραθ ὁ βάσκανος ῥέγκει μεθύων ἐν ταῖσι βύρσαις ὕπτιος. (Aristotle, Prologue 3:19)

    (아리스토텔레스, Prologue 3:19)

  • κἀστὶν φίλος γενναῖος ἀσφαλής θ ἅμα, οὐ μάχιμος, οὐ πάροξυς, οὐχὶ βάσκανος, ὀργὴν ἐνεγκεῖν ἀγαθός. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 33 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 33 1:4)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION