Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄστατος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄστατος ἄστατη ἄστατον

Structure: ἀ (Prefix) + στατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i(/stamai

Sense

  1. unstable

Examples

  • οἱ δὲ συνανακείμενοι συγγενεῖσ τὴν ἄστατον διάνοιαν αὐτοῦ θαυμάζοντεσ, προεφέροντο τάδε. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:39)
  • "ἐπεὶ δ’ αὐτὰσ τὸ ἄστατον καὶ τὸ εὐπαθὲσ ἐξίστησι καὶ ἀφέλκει τῆσ σελήνησ πρὸσ ἄλλην γένεσιν, οὐκ ἐᾷ ἀλλ’ ἀνακαλεῖται καὶ καταθέλγει. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 3024)
  • Ἀριστοτέλησ αἰτίαν κατὰ συμβεβηκὸσ ἐν τοῖσ καθ’ ὁρμὴν ἕνεκά τινοσ γινομένοισ, ἄδηλον καὶ ἄστατον. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 2:2)
  • Ἐπίκουροσ ἄστατον αἰτίαν προσώποισ χρόνοισ τόποισ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 3:2)
  • ἀλλ’ ὁρόων φεύγουσαν ἀμήχανοσ ἄστατον Ἠχὼ, πηκτίδοσ ἠρνήθη φθόγγον ἀνωφελέα. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2252)

Synonyms

  1. unstable

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION