- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀστήρικτος?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: astēriktos

Principal Part: ἀστήρικτος ἀστήρικτη ἀστήρικτον

Structure: (Prefix) + στηρικτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. not steady, unstable

Examples

  • καὶ τὰς φιλάνδρους ἐνστάσεις πρὸς τὴν φύσιν κλονοῦσαν ἀστήρικτα χηρείας βίᾳ, ἀντεμπλοκῇ δὲ κρειττόνων ἡττωμένην ἀφ ὧν τὰ φαιδρὰ στέμματα πρὸς ἀξίαν μόνανδρον ἐκλάμποντα τὴν παρρησίαν Ἄννης ἀμαυροῦν οὐ δυνήσεται τάφος. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 33 1:1)
  • νύμφαις δ ἔλειπε βάκτρον, αἵτ ἐπῄνεσαν πέμπειν μιν ἀστήρικτον, ἡσθείσαις δόσει. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 203 2:1)
  • ὡς καὶ ἐν πάσαις ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων, ἐν αἷς ἐστὶν δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν. (PETROU B, chapter 1 65:1)

Synonyms

  1. not steady

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION