- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστήρικτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: astēriktos 고전 발음: [떼:릭또] 신약 발음: [떼릭또]

기본형: ἀστήρικτος ἀστήρικτη ἀστήρικτον

형태분석: (접두사) + στηρικτ (어간) + ος (어미)

어원: στηρίζω

  1. 불안정한, 흔들리는, 불규칙한
  1. not steady, unstable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀστήρικτος

불안정한 (이)가

ἀστήρίκτη

불안정한 (이)가

ἀστήρικτον

불안정한 (것)가

속격 ἀστηρίκτου

불안정한 (이)의

ἀστήρίκτης

불안정한 (이)의

ἀστηρίκτου

불안정한 (것)의

여격 ἀστηρίκτῳ

불안정한 (이)에게

ἀστήρίκτῃ

불안정한 (이)에게

ἀστηρίκτῳ

불안정한 (것)에게

대격 ἀστήρικτον

불안정한 (이)를

ἀστήρίκτην

불안정한 (이)를

ἀστήρικτον

불안정한 (것)를

호격 ἀστήρικτε

불안정한 (이)야

ἀστήρίκτη

불안정한 (이)야

ἀστήρικτον

불안정한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀστηρίκτω

불안정한 (이)들이

ἀστήρίκτα

불안정한 (이)들이

ἀστηρίκτω

불안정한 (것)들이

속/여 ἀστηρίκτοιν

불안정한 (이)들의

ἀστήρίκταιν

불안정한 (이)들의

ἀστηρίκτοιν

불안정한 (것)들의

복수주격 ἀστήρικτοι

불안정한 (이)들이

ἀστήρικται

불안정한 (이)들이

ἀστήρικτα

불안정한 (것)들이

속격 ἀστηρίκτων

불안정한 (이)들의

ἀστήρικτῶν

불안정한 (이)들의

ἀστηρίκτων

불안정한 (것)들의

여격 ἀστηρίκτοις

불안정한 (이)들에게

ἀστήρίκταις

불안정한 (이)들에게

ἀστηρίκτοις

불안정한 (것)들에게

대격 ἀστηρίκτους

불안정한 (이)들을

ἀστήρίκτας

불안정한 (이)들을

ἀστήρικτα

불안정한 (것)들을

호격 ἀστήρικτοι

불안정한 (이)들아

ἀστήρικται

불안정한 (이)들아

ἀστήρικτα

불안정한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰς φιλάνδρους ἐνστάσεις πρὸς τὴν φύσιν κλονοῦσαν ἀστήρικτα χηρείας βίᾳ, ἀντεμπλοκῇ δὲ κρειττόνων ἡττωμένην ἀφ ὧν τὰ φαιδρὰ στέμματα πρὸς ἀξίαν μόνανδρον ἐκλάμποντα τὴν παρρησίαν Ἄννης ἀμαυροῦν οὐ δυνήσεται τάφος. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 33 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 33 1:1)

  • νύμφαις δ ἔλειπε βάκτρον, αἵτ ἐπῄνεσαν πέμπειν μιν ἀστήρικτον, ἡσθείσαις δόσει. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 203 2:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 203 2:1)

  • ὡς καὶ ἐν πάσαις ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων, ἐν αἷς ἐστὶν δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν. (PETROU B, chapter 1 65:1)

    (PETROU B, chapter 1 65:1)

유의어

  1. 불안정한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION