Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐργάσιμος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐργάσιμος ἐργάσιμον

Structure: ἐργασιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)rga/zomai

Sense

  1. arable

Examples

  • ἢ ἐν στήμονι, ἢ ἐν κρόκῃ, ἢ ἐν τοῖσ λινοῖσ, ἢ ἐν τοῖσ ἐρέοισ, ἢ ἐν δέρματι, ἢ ἐν παντὶ ἐργασίμῳ δέρματι, (Septuagint, Liber Leviticus 13:48)
  • καὶ γένηται ἡ ἁφή χλωρίζουσα ἢ πυρρίζουσα ἐν τῷ δέρματι, ἢ ἐν τῷ ἱματίῳ, ἢ ἐν τῷ στήμονι, ἢ ἐν τῇ κρόκῃ, ἢ ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματοσ, ἁφὴ λέπρασ ἐστί, καὶ δείξει τῷ ἱερεῖ. (Septuagint, Liber Leviticus 13:49)
  • μισθοῦσι δὲ τὰ μισθώματα πάντα, καὶ τὰ μέταλλα πωλοῦσι καὶ τὰ τέλη μετὰ τοῦ ταμίου τῶν στρατιωτικῶν καὶ τῶν ἐπὶ τὸ θεωρικὸν ᾑρημένων ἐναντίον τῆσ βουλῆσ, καὶ κυροῦσιν ὅτῳ ἂν ἡ βουλὴ χειροτονήσῃ, καὶ τὰ πραθέντα μέταλλα, τά τ’ ἐργάσιμα τὰ εἰσ τρία ἔτη πεπραμένα, καὶ τὰ συγκεχωρημένα τὰ εἰσ . (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 47 2:2)
  • οὕτω δὴ καὶ πάθη ψυχῆσ ἐστιν οὐ χρηστά, χρηστῆσ δὲ φύσεωσ οἱο͂ν ἐξανθήματα καὶ λόγῳ παρασχεῖν ἐργάσιμον ἑαυτὴν ἐπιεικῶσ δυναμένησ. (Plutarch, De vitioso pudore, section 1 2:1)
  • ὅσοι δὲ μὴ ἔρχονται αὐτῶν εἰσ τὰ ἐργάσιμα, . (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 19:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION