헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσθμαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀσθμαίνω

형태분석: ἀσθμαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)=sqma

  1. to breathe hard, gasp for breath

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀσθμαίνω

ἀσθμαίνεις

ἀσθμαίνει

쌍수 ἀσθμαίνετον

ἀσθμαίνετον

복수 ἀσθμαίνομεν

ἀσθμαίνετε

ἀσθμαίνουσιν*

접속법단수 ἀσθμαίνω

ἀσθμαίνῃς

ἀσθμαίνῃ

쌍수 ἀσθμαίνητον

ἀσθμαίνητον

복수 ἀσθμαίνωμεν

ἀσθμαίνητε

ἀσθμαίνωσιν*

기원법단수 ἀσθμαίνοιμι

ἀσθμαίνοις

ἀσθμαίνοι

쌍수 ἀσθμαίνοιτον

ἀσθμαινοίτην

복수 ἀσθμαίνοιμεν

ἀσθμαίνοιτε

ἀσθμαίνοιεν

명령법단수 ά̓σθμαινε

ἀσθμαινέτω

쌍수 ἀσθμαίνετον

ἀσθμαινέτων

복수 ἀσθμαίνετε

ἀσθμαινόντων, ἀσθμαινέτωσαν

부정사 ἀσθμαίνειν

분사 남성여성중성
ἀσθμαινων

ἀσθμαινοντος

ἀσθμαινουσα

ἀσθμαινουσης

ἀσθμαινον

ἀσθμαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀσθμαίνομαι

ἀσθμαίνει, ἀσθμαίνῃ

ἀσθμαίνεται

쌍수 ἀσθμαίνεσθον

ἀσθμαίνεσθον

복수 ἀσθμαινόμεθα

ἀσθμαίνεσθε

ἀσθμαίνονται

접속법단수 ἀσθμαίνωμαι

ἀσθμαίνῃ

ἀσθμαίνηται

쌍수 ἀσθμαίνησθον

ἀσθμαίνησθον

복수 ἀσθμαινώμεθα

ἀσθμαίνησθε

ἀσθμαίνωνται

기원법단수 ἀσθμαινοίμην

ἀσθμαίνοιο

ἀσθμαίνοιτο

쌍수 ἀσθμαίνοισθον

ἀσθμαινοίσθην

복수 ἀσθμαινοίμεθα

ἀσθμαίνοισθε

ἀσθμαίνοιντο

명령법단수 ἀσθμαίνου

ἀσθμαινέσθω

쌍수 ἀσθμαίνεσθον

ἀσθμαινέσθων

복수 ἀσθμαίνεσθε

ἀσθμαινέσθων, ἀσθμαινέσθωσαν

부정사 ἀσθμαίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἀσθμαινομενος

ἀσθμαινομενου

ἀσθμαινομενη

ἀσθμαινομενης

ἀσθμαινομενον

ἀσθμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὡσ ἱκανὸν ἀνθρώπῳ πεπαιδευμένῳ τὸ ὀλίγον, καὶ ἐπὶ τῆσ κοίτησ αὐτοῦ οὐκ ἀσθμαίνει. (Septuagint, Liber Sirach 31:19)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:19)

유의어

  1. to breathe hard

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION