Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄρτιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄρτιος ἀρτίᾱ ἄρτιον

Structure: ἀρτι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)/rti

Sense

  1. complete, perfect, suitable, exactly fitted, full-grown, sound of body and mind
  2. prepared, ready

Examples

  • ἡ δὲ τῶν ὑπὸ Πλάτωνοσ ἐκκειμένων ἀριθμῶν τετρακτὺσ ἐντελεστέραν ἔσχηκε τὴν γένεσιν, τῶν μὲν ἀρτίων ἀρτίοισ διαστήμασι τῶν δὲ περιττῶν περιττοῖσ πολλαπλασιασθέντων· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 11 3:1)
  • ἂν τοίνυν ἡ μονὰσ ἐπίκοινοσ οὖσα καὶ τοῖσ ἀρτίοισ συναριθμῆται καὶ τοῖσ περιττοῖσ, ὁ μὲν ἄπασ ἀριθμὸσ τὸ τῆσ δεκάδοσ παρέχεται πλῆθοσ· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 14 6:2)
  • "ταῦτα δ’ ἂν εἰή, ὅσα ὑπὸ τῆσ ἐλαχίστησ διέσεωσ μετρεῖται περισσάκισ, οἷσ ἀκολουθεῖν ἀνάγκη καὶ τὸ μηδεμίαν τῶν τετραχορδικῶν διαιρέσεων χρησίμην εἶναι, πλὴν μόνην ταύτην, δι’ ἧσ πᾶσιν ἀρτίοισ χρῆσθαι διαστήμασι συμβέβηκεν αὕτη δ’ ἂν εἱή ἥ τε τοῦ συντόνου καὶ διατόνου καὶ ἡ τοῦ τονιαίου χρώματοσ. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 389)

Synonyms

  1. prepared

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION