ἀποκρύπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀποκρύπτω
형태분석:
ἀπο
(접두사)
+
κρύπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 숨기다, 감추다, 가리다, 은폐하다, 비밀로 하다
- 애매하게 하다, 어둡게 하다, 구름에 둘러싸이다
- to hide from, keep hidden from
- to hide from sight, keep hidden, conceal, to conceal one's
- to obscure, throw into the shade
- to lose from sight, Phaeacum abscondimus arces
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- κρείσσων ἄνθρωποσ ἀποκρύπτων τὴν μωρίαν αὐτοῦ ἢ ἄνθρωποσ ἀποκρύπτων τὴν σοφίαν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 20:30)
(70인역 성경, Liber Sirach 20:30)
- κρείσσων ἄνθρωποσ ἀποκρύπτων τὴν μωρίαν αὐτοῦ ἢ ἄνθρωποσ ἀποκρύπτων τὴν σοφίαν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 41:15)
(70인역 성경, Liber Sirach 41:15)
- ἐπεὶ δὲ ὑπερεπέπληστο ἀνθρώπων ἡ πόλισ, ἁπάντων τοὺσ ἐγκεφάλουσ καὶ τὰσ καρδίασ προεξῃρημένων οὐδὲν ἐοικότων σιτοφάγοισ ἀνδράσιν, ἀλλὰ μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι διαφερόντων, ἐν οἰκίσκῳ τινὶ ἐπὶ κλίνησ καθεζόμενοσ μάλα θεοπρεπῶσ ἐσταλμένοσ ἐλάμβανεν εἰσ τὸν κόλπον τὸν Πελλαῖον ἐκεῖνον Ἀσκληπιόν, μέγιστόν τε καὶ κάλλιστον, ὡσ ἔφην, ὄντα, καὶ ὅλον τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ περιειλήσασ καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφεὶσ ‐ πολὺσ δὲ ἦν ‐ ἐν τῷ προκολπίῳ προκεχύσθαι αὐτοῦ ^ καὶ χαμαὶ τὸ μέροσ ἐπισύρεσθαι, μόνην τὴν κεφαλὴν ὑπὸ μάλησ ἔχων καὶ ἀποκρύπτων, ἀνεχομένου πάντα ἐκείνου, προὔφαινεν τὴν ὀθονίνην κεφαλὴν κατὰ θάτερον τοῦ πώγωνοσ, ὡσ δῆθεν ἐκείνου τοῦ φαινομένου πάντωσ οὖσαν. (Lucian, Alexander, (no name) 15:2)
(루키아노스, Alexander, (no name) 15:2)
유의어
-
to hide from
- ὑποκρύπτω (to hide under or beneath, was hidden beneath)
-
숨기다
-
애매하게 하다