Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄπληστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄπληστος ἄπληστη ἄπληστον

Structure: ἀ (Prefix) + πληστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pi/mplhmi

Sense

  1. not to be filled, insatiate
  2. insatiate of
  3. insatiate

Examples

  • μὴ δὴ πολὺ ἄπληστε. (Theocritus, Idylls, 37)
  • πάντα Χάρων ἄπληστε, τί τὸν νέον ἡρ́πασασ αὕτωσ Ἄτταλον; (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 6711)
  • εἰσ τοὺσ αὐτούσ τίσ σ1’ ἀνέηκεν, ἄπληστε, τόσον κακὸν ἀντὶ τόσοιο κέρδεοσ ἀλλάξαι, μηδὲ παρεσταότοσ; (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2011)
  • εἰσ τοὺσ αὐτούσ εἴ σ1’, ἄπληστε, τάφων δηλήμονα τοῖον ἐώλπειν, πάσσαλοσ ἂν τῇδε καὶ τροχὸσ ἐκρέματο. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2281)
  • "ἄπληστε αἵματοσ Κῦρε, μηδὲν ἐπαερθῇσ τῷ γεγονότι τῷδε πρήγματι, εἰ ἀμπελίνῳ καρπῷ, τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτω ὥστε κατιόντοσ τοῦ οἴνου ἐσ τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά, τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσασ ἐκράτησασ παιδὸσ τοῦ ἐμοῦ, ἀλλ’ οὐ μάχῃ κατὰ τὸ καρτερόν. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 212 3:1)

Synonyms

  1. not to be filled

  2. insatiate of

  3. insatiate

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION