Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνώνυμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀνώνυμος ἀνώνυμος ἀνώνυμον

Structure: ἀ (Prefix) + νωνυμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)/numa, aeolic for o)/noma

Sense

  1. anonymous, nameless

Examples

  • τὰ δὲ ἐν μέσῳ ἔρημα καὶ ἀνώνυμα. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 20 5:4)
  • τῇ πόλει δ’ ὑπῆρξεν ἀνώνυμα καὶ φαῦλα τὰ τῶν προγόνων. (Demosthenes, Speeches, 82:2)
  • ἔτι δὲ οὐ πόρρωθεν δεῖ ἀλλ’ ἐκ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν ὁμοειδῶν μεταφέρειν <ἐπὶ> τὰ ἀνώνυμα ὠνομασμένωσ ὃ λεχθὲν δῆλόν ἐστιν ὅτι συγγενέσ οἱο͂ν ἐν τῷ αἰνίγματι τῷ εὐδοκιμοῦντι ἄνδρ’ εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ’ ἀνέρι κολλήσαντα· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 2 12:1)
  • τῶν δ’ ὑπερβαλλόντων ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμοσ πολλὰ δ’ ἐστὶν ἀνώνυμα, ὁ δ’ ἐν τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων θρασύσ, ὁ δ’ ἐν τῷ μὲν φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων τῷ δὲ θαρρεῖν ἐλλείπων δειλόσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 75:1)
  • εἰσὶ μὲν οὖν καὶ τούτων τὰ πλείω ἀνώνυμα, πειρατέον δ’, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, αὐτοὺσ ὀνοματοποιεῖν σαφηνείασ ἕνεκα καὶ τοῦ εὐπαρακολουθήτου. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 85:4)

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION