Ancient Greek-English Dictionary Language

θυραῖος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θυραῖος θυραῖη θυραῖον

Structure: θυραι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qu/ra

Sense

  1. at the door or just outside the door, to, door, out
  2. absent, abroad, from abroad, strangers, other, of strangers
  3. of other men

Examples

  • ‐ αἴσθησισ γὰρ οὖν κἀκ τῶν θυραίων πημάτων δάκνει βροτούσ. (Euripides, episode 1:36)
  • ‐ ὦ ξέν’, ὀρρωδῶ τινα δόλον θυραῖον. (Euripides, episode 4:8)
  • ‐ μέλεοσ, ὃσ θυραῖοσ ἐλθὼν δόμουσ, μέγαν ἐσ ὄλβον, οὐκ ἴσωσεν τύχησ . (Euripides, Ion, choral, antistrophe 110)
  • ὡσ ἀνὴρ ὅστισ τρόποισι συντακῇ, θυραῖοσ ὢν μυρίων κρείσσων ὁμαίμων ἀνδρὶ κεκτῆσθαι φίλοσ. (Euripides, episode, trochees 2:31)
  • καὶ τὰν νέορτον, ἇσ ἔτ’ ἄστολοσ χιτὼν θυραῖον ἀμφὶ μηρὸν πτύσσεται, Ἑρμιόναν. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 3 4:3)
  • ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ ὁ πάγκακοσ ἔμμορε τιμῆσ, οἰκέτησ διάβολοσ ἢ κόλαξ παρενδὺσ θυραῖοσ ἢ πολίτησ βάσκανοσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 2 3:2)
  • συνήθεισ ὥσπερ ἐμμελὴσ χορὸσ οὐθὲν οὔτε πράσσουσιν ἐναντίον οὔτε λέγουσιν οὔτε φρονοῦσιν ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ ὁ πάγκακοσ ἔμμορε τιμῆσ, οἰκέτησ διάβολοσ ἢ κόλαξ παρενδὺσ θυραῖοσ ἢ πολίτησ βάσκανοσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 2 11:1)
  • οὐκ οἶδα τὴν σὴν πρᾶξιν, Αἰάντοσ δ’ ὅτι, θυραῖοσ εἴπερ ἐστίν, οὐ θαρσῶ πέρι. (Sophocles, Ajax, episode 2:7)

Synonyms

  1. of other men

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION