Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀγέρωχος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀγέρωχος

Structure: ἀγερωχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. high-minded, lordly, noble
  2. haughty, arrogant, insolent

Examples

  • Ἀμφίνομοσ Θόασ Δημοπτόλεμοσ Ἀμφίμαχοσ Εὐρύαλοσ, Πάραλοσ Εὐηνορίδησ Κλυτίοσ Ἀγήνωρ Εὐρύπυλοσ, Πυλαιμένησ Ἀκάμασ Θερσίλοχοσ Ἅγιοσ Κλύμενοσ, Φιλόδημοσ Μενεπτόλεμοσ Δαμάστωρ Βίασ Τέλμιοσ, Πολύιδοσ Ἀστύλοχοσ Σχεδίοσ Ἀντίγονοσ Μάρψιοσ, Ἰφιδάμασ Ἀργεῖοσ Γλαῦκοσ Καλυδωνεὺσ Ἐχίων, Λάμασ Ἀνδραίμων Ἀγέρωχοσ Μέδων Ἄγριοσ, Πρόμοσ Κτήσιοσ Ἀκαρνάν Κύκνοσ Ψηρᾶσ, Ἑλλάνικοσ Περίφρων Μεγασθένησ Θρασυμήδησ Ὀρμένιοσ, Διοπίθησ Μηκιστεὺσ Ἀντίμαχοσ Πτολεμαῖοσ Λεστορίδησ, Νικόμαχοσ Πολυποίτησ Κεραόσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 27:1)
  • ταῦτα τίσ ἀνθρώπων ἀγέρωχοσ νήπιοσ ἔσται κῆρι λογιζόμενοσ καὶ ὁρώμενοσ ἐν πινάκεσσιν· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 28 2:2)
  • ἁ δ’ ἀγέρωχοσ λύσσα καὶ,ἐν χαλκῷ κεῖνο τὸ πικρὸν ἔχει. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 127 1:2)
  • καί τισ ἀνὴρ ἀγέρωχοσ ἔχων θοὰ δάκτυλα χειρῶν, ἵσταται ἀμφαφόων κανόνασ συμφράδμονασ αὐλῶν οἱ δ’ ἁπαλὸν σκιρτῶντεσ ἀποθλίβουσιν ἀοιδήν. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 365 1:1)

Synonyms

  1. high-minded

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION