헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνείργω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνείργω

형태분석: ἀνείργ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 제한하다, 규제하다, 머무르다
  1. to keep back, restrain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνείργω

(나는) 제한한다

ἀνείργεις

(너는) 제한한다

ἀνείργει

(그는) 제한한다

쌍수 ἀνείργετον

(너희 둘은) 제한한다

ἀνείργετον

(그 둘은) 제한한다

복수 ἀνείργομεν

(우리는) 제한한다

ἀνείργετε

(너희는) 제한한다

ἀνείργουσιν*

(그들은) 제한한다

접속법단수 ἀνείργω

(나는) 제한하자

ἀνείργῃς

(너는) 제한하자

ἀνείργῃ

(그는) 제한하자

쌍수 ἀνείργητον

(너희 둘은) 제한하자

ἀνείργητον

(그 둘은) 제한하자

복수 ἀνείργωμεν

(우리는) 제한하자

ἀνείργητε

(너희는) 제한하자

ἀνείργωσιν*

(그들은) 제한하자

기원법단수 ἀνείργοιμι

(나는) 제한하기를 (바라다)

ἀνείργοις

(너는) 제한하기를 (바라다)

ἀνείργοι

(그는) 제한하기를 (바라다)

쌍수 ἀνείργοιτον

(너희 둘은) 제한하기를 (바라다)

ἀνειργοίτην

(그 둘은) 제한하기를 (바라다)

복수 ἀνείργοιμεν

(우리는) 제한하기를 (바라다)

ἀνείργοιτε

(너희는) 제한하기를 (바라다)

ἀνείργοιεν

(그들은) 제한하기를 (바라다)

명령법단수 ά̓νειργε

(너는) 제한해라

ἀνειργέτω

(그는) 제한해라

쌍수 ἀνείργετον

(너희 둘은) 제한해라

ἀνειργέτων

(그 둘은) 제한해라

복수 ἀνείργετε

(너희는) 제한해라

ἀνειργόντων, ἀνειργέτωσαν

(그들은) 제한해라

부정사 ἀνείργειν

제한하는 것

분사 남성여성중성
ἀνειργων

ἀνειργοντος

ἀνειργουσα

ἀνειργουσης

ἀνειργον

ἀνειργοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνείργομαι

(나는) 제한된다

ἀνείργει, ἀνείργῃ

(너는) 제한된다

ἀνείργεται

(그는) 제한된다

쌍수 ἀνείργεσθον

(너희 둘은) 제한된다

ἀνείργεσθον

(그 둘은) 제한된다

복수 ἀνειργόμεθα

(우리는) 제한된다

ἀνείργεσθε

(너희는) 제한된다

ἀνείργονται

(그들은) 제한된다

접속법단수 ἀνείργωμαι

(나는) 제한되자

ἀνείργῃ

(너는) 제한되자

ἀνείργηται

(그는) 제한되자

쌍수 ἀνείργησθον

(너희 둘은) 제한되자

ἀνείργησθον

(그 둘은) 제한되자

복수 ἀνειργώμεθα

(우리는) 제한되자

ἀνείργησθε

(너희는) 제한되자

ἀνείργωνται

(그들은) 제한되자

기원법단수 ἀνειργοίμην

(나는) 제한되기를 (바라다)

ἀνείργοιο

(너는) 제한되기를 (바라다)

ἀνείργοιτο

(그는) 제한되기를 (바라다)

쌍수 ἀνείργοισθον

(너희 둘은) 제한되기를 (바라다)

ἀνειργοίσθην

(그 둘은) 제한되기를 (바라다)

복수 ἀνειργοίμεθα

(우리는) 제한되기를 (바라다)

ἀνείργοισθε

(너희는) 제한되기를 (바라다)

ἀνείργοιντο

(그들은) 제한되기를 (바라다)

명령법단수 ἀνείργου

(너는) 제한되어라

ἀνειργέσθω

(그는) 제한되어라

쌍수 ἀνείργεσθον

(너희 둘은) 제한되어라

ἀνειργέσθων

(그 둘은) 제한되어라

복수 ἀνείργεσθε

(너희는) 제한되어라

ἀνειργέσθων, ἀνειργέσθωσαν

(그들은) 제한되어라

부정사 ἀνείργεσθαι

제한되는 것

분사 남성여성중성
ἀνειργομενος

ἀνειργομενου

ἀνειργομενη

ἀνειργομενης

ἀνειργομενον

ἀνειργομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓νειργον

(나는) 제한하고 있었다

ή̓νειργες

(너는) 제한하고 있었다

ή̓νειργεν*

(그는) 제한하고 있었다

쌍수 ἠνείργετον

(너희 둘은) 제한하고 있었다

ἠνειργέτην

(그 둘은) 제한하고 있었다

복수 ἠνείργομεν

(우리는) 제한하고 있었다

ἠνείργετε

(너희는) 제한하고 있었다

ή̓νειργον

(그들은) 제한하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠνειργόμην

(나는) 제한되고 있었다

ἠνείργου

(너는) 제한되고 있었다

ἠνείργετο

(그는) 제한되고 있었다

쌍수 ἠνείργεσθον

(너희 둘은) 제한되고 있었다

ἠνειργέσθην

(그 둘은) 제한되고 있었다

복수 ἠνειργόμεθα

(우리는) 제한되고 있었다

ἠνείργεσθε

(너희는) 제한되고 있었다

ἠνείργοντο

(그들은) 제한되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰσ δ’ ἀποστάσεισ τῶν πόλεων καὶ τὰ κινήματα τῶν συμμάχων ὁ Φάβιοσ μᾶλλον ᾤετο δεῖν ἠπίωσ ὁμιλοῦντα καὶ πρᾴωσ ἀνείργειν καὶ δυσωπεῖν, μὴ πᾶσαν ὑπόνοιαν ἐλέγχοντα καὶ χαλεπὸν ὄντα παντάπασι τοῖσ ὑπόπτοισ. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 20 1:1)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 20 1:1)

  • ἀλλ’ ὁ Περικλῆσ κατεῖχε τὴν ἐκδρομὴν ταύτην καὶ περιέκοπτε τὴν πολυπραγμοσύνην, καὶ τὰ πλεῖστα τῆσ δυνάμεωσ ἔτρεπεν εἰσ φυλακὴν καὶ βεβαιότητα τῶν ὑπαρχόντων, μέγα ἔργον ἡγούμενοσ ἀνείργειν Λακεδαιμονίουσ καὶ ὅλωσ ὑπεναντιούμενοσ ἐκείνοισ, ὡσ ἄλλοισ τε πολλοῖσ ἔδειξε καὶ μάλιστα τοῖσ περὶ τὸν ἱερὸν πραχθεῖσι πόλεμον. (Plutarch, , chapter 21 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 21 1:1)

  • ὥστ’ ἠναγκάσθη ἀκούσασ ταῦθ’ ὁ Ἄππιοσ ἅμα συχνοῖσ ἑταίροισ καὶ πελάταισ εἰσ τὴν ἀγορὰν πορεύεσθαι παίειν κελεύων καὶ ἀνείργειν ἐκποδὼν τοὺσ ἐν τοῖσ στενωποῖσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 38 6:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 38 6:2)

  • συντελουμένων δ’ ἀκροβολισμῶν περὶ τὴν ταφρείαν καὶ τῶν περὶ τὸν Λυσίμαχον πειρωμένων ἀνείργειν τοῖσ βέλεσι τοὺσ ἐργαζομένουσ ἐν πᾶσιν προετέρουν οἱ περὶ τὸν Ἀντίγονον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 109 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 109 1:2)

  • τοιγαροῦν ἐκ τούτων πάντων οὕτω πολὺ μένοσ καὶ θάρροσ τοῖσ στρατιώταισ φασὶν ἐμπεσεῖν ὥστ’ ἔργον εἶναι τοῖσ ἡγεμόσιν ἀνείργειν τοὺσ στρατιώτασ ὠθουμένουσ εἰσ τὸ πρόσθεν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 39:3)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 1 39:3)

유의어

  1. 제한하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION