Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀναμάρτητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀναμάρτητος

Structure: ἀναμαρτητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(marta/nw

Sense

  1. without missing, unfailing, unerring
  2. without fault, blameless, having done no wrong to, guiltless of, innocence, without fail, unerringly

Examples

  • Φάβιοσ δὲ τὸ καθ’ αὐτὸν ἀσφαλὴσ ὢν καὶ ἀναμάρτητοσ τῷ πρὸσ τὸ κωλύειν ἑτέρουσ ἀδυνάτῳ φαίνεται λειπόμενοσ. (Plutarch, Comparison of Pericles and Fabius Maximus, chapter 3 3:1)
  • οὐδεμία γὰρ αὐτάρκησ ἀνθρώπου φύσισ οὔτ’ ἐν λόγοισ οὔτ’ ἐν ἔργοισ ἀναμάρτητοσ εἶναι, κρατίστη δὲ ἡ πλεῖστα μὲν ἐπιτυγχάνουσα, ἐλάχιστα δὲ ἀστοχοῦσα. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 3 1:2)
  • ὅθεν οὐχ ἁπλῶσ ὁ Φοῖνιξ ἐνέβαλε τὰ περὶ αὑτὸν ἀτυχὴ ματα, δι’ ὀργὴν ἐπιχειρήσαντοσ ἀνελεῖν τὸν πατέρα καὶ ταχὺ μεταγνόντοσ, ὡσ μὴ πατροφόνοσ μετ’ Ἀχαιοῖσιν καλεοίμην, ἵνα μὴ δοκῇ νουθετεῖν ἐκεῖνον ὡσ αὐτὸσ ἀπαθὴσ ὢν ὑπ’ ὀργῆσ καὶ ἀναμάρτητοσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 33 6:1)
  • ἀφικόμενοσ δὲ ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνοσ ἀναμάρτητοσ ἐτελεύτησε καὶ περὶ τούτουσ ὧν ἡγεῖτο καὶ πρὸσ ἐκείνουσ οἷσ ἐπολέμει. (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 5:3)
  • ὃσ δ’ ἂν περιγένηται ἀναμάρτητοσ, βασιλεύσει ἡμῶν καὶ ἐπιτάξει ὅτι ἂν βούληται ἀποκρίνεσθαι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 27:5)

Synonyms

  1. without missing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION