Ancient Greek-English Dictionary Language

δικαστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δικαστικός δικαστική δικαστικόν

Structure: δικαστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from dikasth/s

Sense

  1. of or for law or trials, practised in them
  2. the juror's fee, one, three

Examples

  • ὥστε οὐ κατὰ τὸ δίκαιον καὶ τὸ νόμιμον καὶ τόν ὁρ́κον τόν δικαστικόν φαίη τισ ἄν γίγνεσθαι τάσ διαβολάσ. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 8:7)
  • εὖ γε, ὦ Δίκη, φείδῃ μὴ πολὺ ἀναλίσκεσθαι τὸ δικαστικόν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 14:18)
  • τὸ δεῖνα μέντοι, μὴ λαμβανέτωσαν οὗτοι τὸ δικαστικὸν ἀδίκαστοσ γὰρ ἡ δίκη μεμένηκεν αὐτοῖσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 23:11)
  • πλὴν ἀλλὰ ἐκεῖνό γε οὐ δικαστικὸν ἐποιὴσατε, καὶ μάλιστα σύ, ἐρήμην καταδιαιτήσασ τοῦ βιβλίου μὴ παρόντοσ αὐτῷ τοῦ συνηγόρου. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 15:3)
  • ὁ δὲ δικαστικόσ, ᾧ τὸ πλεῖστον ἀπέκοψε τῆσ τῶν συγκλητικῶν δυνάμεωσ, μόνοι γὰρ ἔκρινον τὰσ δίκασ, καὶ διὰ τοῦτο φοβεροὶ τῷ τε δήμῳ καὶ τοῖσ ἱππεῦσιν ἦσαν, ὁ δὲ τριακοσίουσ τῶν ἱππέων προσκατέλεξεν αὐτοῖσ οὖσι τριακοσίοισ, καὶ τὰσ κρίσεισ κοινὰσ τῶν ἑξακοσίων ἐποίησε. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 5 2:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION