고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀναμπλάκητος ἀναμπλάκητη ἀναμπλάκητον
Structure: ἀ (Prefix) + ναμπλακητ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀναμπλάκητος | ἀναμπλάκήτη | ἀναμπλάκητον |
Genitive | ἀναμπλακήτου | ἀναμπλάκήτης | ἀναμπλακήτου | |
Dative | ἀναμπλακήτῳ | ἀναμπλάκήτῃ | ἀναμπλακήτῳ | |
Accusative | ἀναμπλάκητον | ἀναμπλάκήτην | ἀναμπλάκητον | |
Vocative | ἀναμπλάκητε | ἀναμπλάκήτη | ἀναμπλάκητον | |
Dual | N/A/V | ἀναμπλακήτω | ἀναμπλάκήτᾱ | ἀναμπλακήτω |
G/D | ἀναμπλακήτοιν | ἀναμπλάκήταιν | ἀναμπλακήτοιν | |
Plural | Nominative | ἀναμπλάκητοι | ἀναμπλά́κηται | ἀναμπλάκητα |
Genitive | ἀναμπλακήτων | ἀναμπλάκητῶν | ἀναμπλακήτων | |
Dative | ἀναμπλακήτοις | ἀναμπλάκήταις | ἀναμπλακήτοις | |
Accusative | ἀναμπλακήτους | ἀναμπλάκήτᾱς | ἀναμπλάκητα | |
Vocative | ἀναμπλάκητοι | ἀναμπλά́κηται | ἀναμπλάκητα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀναμπλάκητος ἀναμπλακήτου | ἀναμπλακητότερος ἀναμπλακητοτέρου | ἀναμπλακητότατος ἀναμπλακητοτάτου |
Adverb | ἀναμπλακήτως | ἀναμπλακητότερον | ἀναμπλακητότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기