Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄμεμπτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄμεμπτος ἄμεμπτη ἄμεμπτον

Structure: ἀ (Prefix) + μεμπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: me/mfomai

Sense

  1. not to be blamed, blameless, in regard of
  2. perfect in its kind, without blame, less blameworthy, so as to merit no blame, right well
  3. not blaming, content, without censure

Examples

  • τὰ μὲν οὖν σὰ πάντα περὶ τὸν γάμον ἄμεμπτα· (Plutarch, Brutus, chapter 13 4:2)
  • οὕτω δὲ καλὸν ἔργον εἰσ ἀρετὴν τῷ Κάτωνι πλάττοντι καὶ δημιουργοῦντι τὸν υἱόν, ἐπεὶ τὰ τῆσ προθυμίασ ἦν ἄμεμπτα καὶ δι’ εὐφυϊάν ὑπήκουεν ἡ ψυχή, τὸ δὲ σῶμα μαλακώτερον ἐφαίνετο τοῦ πονεῖν, ὑπανῆκεν αὐτῷ τὸ σύντονον ἄγαν καὶ κεκολασμένον τῆσ διαίτησ, ὁ δέ, καίπερ οὕτωσ ἔχων, ἀνὴρ ἀγαθὸσ ἦν ἐν ταῖσ στρατείαισ, καὶ τὴν πρόσ Περσέα μάχην ἠγωνίσατο λαμπρῶσ Παύλου στρατηγοῦντοσ. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 20 6:2)
  • καὶ μὴν τά γε καλὰ εἴδη ἀφομοιοῦντεσ, ἐπειδὴ οὐ ῥᾴδιον ἑνὶ ἀνθρώπῳ περιτυχεῖν ἄμεμπτα πάντα ἔχοντι, ἐκ πολλῶν συνάγοντεσ τὰ ἐξ ἑκάστου κάλλιστα οὕτωσ ὅλα τὰ σώματα καλὰ ποιεῖτε φαίνεσθαι. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 10 3:2)

Synonyms

  1. not to be blamed

  2. not blaming

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION