- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄλσος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: alsos 고전 발음: [알소] 신약 발음: [알소]

기본형: ἄλσος ἄλσεος

형태분석: ἀλσο (어간) + ς (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 꾀꼬리, 작은 숲, 아리새, 스라소니
  1. a grove, especially, a sacred grove
  2. (transferred sense) any hallowed precinct, even one without trees

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄλσος

꾀꼬리가

ἄλσει

꾀꼬리들이

ἄλση

꾀꼬리들이

속격 ἄλσους

꾀꼬리의

ἄλσοιν

꾀꼬리들의

ἀλσέων

꾀꼬리들의

여격 ἄλσει

꾀꼬리에게

ἄλσοιν

꾀꼬리들에게

ἄλσεσι(ν)

꾀꼬리들에게

대격 ἄλσος

꾀꼬리를

ἄλσει

꾀꼬리들을

ἄλση

꾀꼬리들을

호격 ἄλσος

꾀꼬리야

ἄλσει

꾀꼬리들아

ἄλση

꾀꼬리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οἰκοδομήσεις θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐπὶ κορυφὴν τοῦ Μαουὲκ τούτου ἐν τῇ παρατάξει καὶ λήψῃ τὸν μόσχον τὸν δεύτερον καὶ ἀνοίσεις ὁλοκαυτώματα ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ ἄλσους, οὗ ἐξολοθρεύσεις. (Septuagint, Liber Iudicum 6:26)

    (70인역 성경, 판관기 6:26)

  • καὶ ἔσται ἐν τῷ ἀκοῦσαί σε τὴν φωνὴν τοῦ συγκλεισμοῦ ἀπὸ τοῦ ἄλσους τοῦ Κλαυθμῶνος, τότε καταβήσῃ πρὸς αὐτούς, ὅτι τότε ἐξελεύσεται Κύριος ἔμπροσθέν σου κόπτειν ἐν τῷ πολέμῳ τῶν ἀλλοφύλων. (Septuagint, Liber II Samuelis 5:24)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 5:24)

  • καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὸν λαόν. ἐγὼ ὑπολέλειμμαι προφήτης τοῦ Κυρίου μονώτατος, καὶ οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ τετρακόσιοι καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ οἱ προφῆται τοῦ ἄλσους τετρακόσιοι. (Septuagint, Liber I Regum 18:21)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 18:21)

  • καὶ ἔθηκε τὸ γλυπτὸν τοῦ ἄλσους ἐν τῷ οἴκῳ, ᾧ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυὶδ καὶ πρὸς Σαλωμὼν τὸν υἱὸν αὐτοῦ. ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ, ᾗ ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ θήσω τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν αἰῶνα (Septuagint, Liber II Regum 21:7)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 21:7)

  • τοὐκεῖθεν ἄλσους, ὦ ξένη, τοῦδ: (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 5:41)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 5:41)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION