Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀλίμενος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀλίμενος

Structure: ἀλιμεν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: limh/n

Sense

  1. without harbour, harbourless
  2. without shelter, inhospitable

Examples

  • ἀλίμενα δ’ ὄρεα Μάλεα χειμάτων πνοᾷ, ὅτ’ ἔσυτο πατρίδοσ ἀποπρό, βαρβάρου στολᾶσ γέρασ, οὐ γέρασ ἀλλ’ ἔριν, Δαναῶν Μενέλασ ἐπὶ ναυσὶν ἄγων, εἴδωλον ἱερὸν Ἥρασ. (Euripides, Helen, choral, antistrophe 14)
  • καὶ μόλισ ἐσ ἀλίμενα καὶ πετρώδη διερρίφησαν, δύο τινὰσ ἐσ τέλμα τῶν Καίσαροσ κατενεχθείσασ ἑλοῦσαι. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 9 3:10)
  • οὐκοῦν οὐδὲ ἀλίμενα φήσαι τισ ἂν εἶναι τὰ τῇδε, ἀλλ’ ἐκεῖνο ὀρθότατον καὶ δικαιότατον λέγειν, ὡσ ἄρα οὗτοσ λιμένων ἁπάντων ὀχυρώτατοσ καὶ βεβαιότατοσ καὶ πλείστουσ δεχόμενοσ, καὶ γαλήνῃ πλεῖστον προέχων, ἐν ᾧ πᾶσιν ἐξ Ἀσκληπιοῦ τὰ ἐπίγυια τῆσ σωτηρίασ ἤρτηται. (Aristides, Aelius, Orationes, 4:12)

Synonyms

  1. without shelter

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION