Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκόλουθος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκόλουθος ἀκόλουθος ἀκόλουθον

Structure: ἀκολουθ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: 계사 a , ke/leuqos

Sense

  1. following, attending

Examples

  • πρῶτον μὲν οὖν αἰτηθεὶσ ὑπ’ αὐτῶν λύτρα εἴκοσι τάλαντα κατεγέλασεν ὡσ οὐκ εἰδότων ὃν ᾑρήκοιεν, αὐτὸσ δὲ ὡμολόγησε πεντήκοντα δώσειν ἔπειτα τῶν περὶ αὐτὸν ἄλλον εἰσ ἄλλην διαπέμψασ πόλιν ἐπὶ τὸν τῶν χρημάτων πορισμόν, ἐν ἀνθρώποισ φονικωτάτοισ Κίλιξι μεθ’ ἑνὸσ φίλου καὶ δυοῖν ἀκολούθοιν ἀπολελειμμένοσ οὕτω καταφρονητικῶσ εἶχεν ὥστε πέμπων ὁσάκισ ἀναπαύοιτο προσέταττεν αὐτοῖσ σιωπᾶν. (Plutarch, Caesar, chapter 2 1:1)

Synonyms

  1. following

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION