Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀγκύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀγκύλος ἀγκύλη ἀγκύλον

Structure: ἀγκυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)/gkos

Sense

  1. crooked, curved, rounded
  2. intricate
  3. wily, crafty

Examples

  • ἐκεῖνα δὲ κατὰ συστροφὴν καὶ παρακεκινδυνευμένα τῷ τε βραχέωσ καὶ ἀγκύλωσ καὶ ἐκ παραδόξου συντίθεσθαι, καὶ οὐχ ἅπασιν οὐδὲ ἐκ προχείρου γνωριζόμενα· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 13 1:8)
  • μίαν δὲ τούτοισ ἐπιθεὶσ περίοδον ἀγκύλωσ εἰρημένην καὶ δυνατῶσ μετὰ τοῦ σαφῶσ· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 311)
  • ταῦτα γὰρ ἀγκύλωσ μὲν εἴρηται καὶ βραχέωσ, ἐν ἀφανεῖ δὲ κείμενον ἔχει τὸ σημαινόμενον. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 32 1:2)

Synonyms

  1. crooked

  2. intricate

  3. wily

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION