- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγκύλος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: ankylos 고전 발음: [앙뀔로] 신약 발음: [앙뀔로]

기본형: ἀγκύλος ἀγκύλη ἀγκύλον

형태분석: ἀγκυλ (어간) + ος (어미)

어원: ἄγκος

  1. 구운, 둥근, 구부러진, 굽은
  2. 어려운, 곤란한
  3. 교활한, 엉큼한, 간사한
  1. crooked, curved, rounded
  2. intricate
  3. wily, crafty

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀγκύλος

구운 (이)가

ἀγκύλη

구운 (이)가

ἀγκύλον

구운 (것)가

속격 ἀγκύλου

구운 (이)의

ἀγκύλης

구운 (이)의

ἀγκύλου

구운 (것)의

여격 ἀγκύλῳ

구운 (이)에게

ἀγκύλῃ

구운 (이)에게

ἀγκύλῳ

구운 (것)에게

대격 ἀγκύλον

구운 (이)를

ἀγκύλην

구운 (이)를

ἀγκύλον

구운 (것)를

호격 ἀγκύλε

구운 (이)야

ἀγκύλη

구운 (이)야

ἀγκύλον

구운 (것)야

쌍수주/대/호 ἀγκύλω

구운 (이)들이

ἀγκύλα

구운 (이)들이

ἀγκύλω

구운 (것)들이

속/여 ἀγκύλοιν

구운 (이)들의

ἀγκύλαιν

구운 (이)들의

ἀγκύλοιν

구운 (것)들의

복수주격 ἀγκύλοι

구운 (이)들이

ἀγκύλαι

구운 (이)들이

ἀγκύλα

구운 (것)들이

속격 ἀγκύλων

구운 (이)들의

ἀγκυλῶν

구운 (이)들의

ἀγκύλων

구운 (것)들의

여격 ἀγκύλοις

구운 (이)들에게

ἀγκύλαις

구운 (이)들에게

ἀγκύλοις

구운 (것)들에게

대격 ἀγκύλους

구운 (이)들을

ἀγκύλας

구운 (이)들을

ἀγκύλα

구운 (것)들을

호격 ἀγκύλοι

구운 (이)들아

ἀγκύλαι

구운 (이)들아

ἀγκύλα

구운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅπως μὴ ταῦτα λέγῃς ποτέ, πάνυ εὔλογα, ἢν λέγηται, καὶ ἄφυκτα ἡμῖν, ὡς οὐκ ἀδικοῦμεν μὴ προμηνύσαντες, ἄκουσον ἐξ ἀρχῆς ἁπάντων, καὶ τὸ δίκτυόν τε αὐτὸ καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον ἔκτοσθεν ἐπὶ σχολῆς, ἀλλὰ μὴ ἔνδοθεν ἐκ τοῦ μυχοῦ προεπισκόπησον, καὶ τοῦ ἀγκίστρου δὲ τὸ ἀγκύλον καὶ τὴν εἰς τὸ ἔμπαλιν τοῦ σκόλοπος ἀναστροφὴν καὶ τῆς τριαίνης τὰς ἀκμὰς εἰς τὰς χεῖρας λαβὼν καὶ πρὸς τὴν γνάθον πεφυσημένην ἀποπειρώμενος, ἢν μὴ πάνυ ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα, ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς καὶ διὰ τοῦτο πεινῶσιν ἀνάγραφε, σεαυτὸν δὲ παρακαλέσας θαρρεῖν ἐπιχείρει τῇ ἄγρᾳ, εἰ θέλεις, καθάπερ ὁ λάρος ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ. (Lucian, De mercede, (no name) 3:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 3:4)

  • Ἄγε, ὦ Γανύμηδες - ἥκομεν γὰρ ἔνθα ἐχρῆν - φίλησόν με ἤδη, ὅπως εἰδῇς οὐκέτι ῥάμφος ἀγκύλον ἔχοντα οὐδ᾿ ὄνυχας ὀξεῖς οὐδὲ πτερά, οἱο῀ς ἐφαινόμην σοι πτηνὸς εἶναι δοκῶν. (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:1)

  • καὶ ἔγωγε κατ ἐκείνην ἄθλιος ἀνῆλθον τοσαῦτα καμὼν οὐδὲν δέον ἡ ἑτέρα δ ἅτε ὁμαλὴ οὖσα καὶ ἀγκύλον οὐδὲν ἔχουσα πόρρωθέν μοι ἐφάνη οἱά ἐστὶν οὐχ ὁδεύσαντι αὐτῷ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 8:2)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 8:2)

  • Καὶ μὴν οὐ πάνυ ἀγκύλον ἠρόμην: (Lucian, 31:1)

    (루키아노스, 31:1)

  • κύκλος γάρ οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἀποδίδωσιν, ὡς πέλτη, τὴν περιφέρειαν, ἀλλ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς, ἧς αἱ κεραῖαι καμπὰς ἔχουσαι καὶ συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας ἀγκύλον τὸ σχῆμα ποιοῦσιν ἢ διὰ τὸν ἀγκῶνα περὶ ὃν περιφέρονται, ταῦτα γάρ ὁ Ιὄβας εἴρηκε γλιχόμενος ἐξελληνίσαι τοὔνομα. (Plutarch, Numa, chapter 13 5:4)

    (플루타르코스, Numa, chapter 13 5:4)

유의어

  1. 구운

  2. 어려운

  3. 교활한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION