Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀγκύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀγκύλος ἀγκύλη ἀγκύλον

Structure: ἀγκυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)/gkos

Sense

  1. crooked, curved, rounded
  2. intricate
  3. wily, crafty

Examples

  • καὶ αἱ βάσεισ τῶν στύλων χαλκαῖ, καὶ αἱ ἀγκύλαι αὐτῶν ἀργυραῖ, καὶ αἱ κεφαλίδεσ αὐτῶν περιηργυρωμέναι ἀργυρίῳ, καὶ οἱ στῦλοι περιηργυρωμένοι ἀργυρίῳ, πάντεσ οἱ στῦλοι τῆσ αὐλῆσ. – (Septuagint, Liber Exodus 37:15)
  • καὶ οἱ στῦλοι αὐτῶν τέσσαρεσ, καὶ αἱ βάσεισ αὐτῶν τέσσαρεσ χαλκαῖ, καὶ αἱ ἀγκύλαι αὐτῶν ἀργυραῖ, καὶ αἱ κεφαλίδεσ αὐτῶν περιηργυρωμέναι ἀργυρίῳ. (Septuagint, Liber Exodus 37:17)
  • ἐξ ἑκατέρου δὲ τοῦ μέρουσ τῆσ πρώρρασ ἀγκύλαι δύο παρέκειντο παρὰ τὴν ἐντὸσ ἐπιφάνειαν τῶν τοίχων, εἰσ ἃσ ἐνηρμόζοντο κοντοὶ προτείνοντεσ τοῖσ κέρασιν εἰσ θάλατταν. (Polybius, Histories, book 21, chapter 7 2:2)

Synonyms

  1. crooked

  2. intricate

  3. wily

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION