- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χῶμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: chōma 고전 발음: [코:마] 신약 발음: [코마]

기본형: χῶμα χῶματος

형태분석: χωματ (어간)

어원: χόω

  1. 둑, 댐, 강둑, 은행, 물가, 기슭, 두덩
  1. earth thrown up, a bank, mound, a dike, a dam, a mole or pier

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χῶμα

둑이

χώματε

둑들이

χώματα

둑들이

속격 χώματος

둑의

χωμάτοιν

둑들의

χωμάτων

둑들의

여격 χώματι

둑에게

χωμάτοιν

둑들에게

χώμασι(ν)

둑들에게

대격 χῶμα

둑을

χώματε

둑들을

χώματα

둑들을

호격 χῶμα

둑아

χώματε

둑들아

χώματα

둑들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν. εἰπὸν Ἀαρών, ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ράβδον σου καὶ πάταξον τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἔσονται σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. (Septuagint, Liber Exodus 8:12)

    (70인역 성경, 탈출기 8:12)

  • ἐξέτεινεν οὖν Ἀαρὼν τῇ χειρὶ τὴν ράβδον καὶ ἐπάταξε τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἐν τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι, καὶ ἐν παντὶ χώματι τῆς γῆς ἐγένοντο οἱ σκνῖφες. (Septuagint, Liber Exodus 8:13)

    (70인역 성경, 탈출기 8:13)

  • καὶ ἐνεπύρισεν Ἰησοῦς τὴν πόλιν ἐν πυρί. χῶμα ἀοίκητον εἰς τὸν αἰῶνα ἔθηκεν αὐτὴν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. (Septuagint, Liber Iosue 8:26)

    (70인역 성경, 여호수아기 8:26)

  • καὶ εἶπεν ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ. αὕτη ἡ δύναμις Σομόρων, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι οὗτοι οἰκοδομοῦσι τὴν ἑαυτῶν πόλιν; ἆρα θυσιάζουσιν; ἆρα δυνήσονται; καὶ σήμερον ἰάσονται τοὺς λίθους μετὰ τὸ χῶμα γενέσθαι γῆς καυθέντας; (Septuagint, Liber Nehemiae 3:34)

    (70인역 성경, 느헤미야기 3:34)

  • τόπος σαπφείρου οἱ λίθοι αὐτῆς, καὶ χῶμα χρυσίον αὐτῷ. (Septuagint, Liber Iob 28:6)

    (70인역 성경, 욥기 28:6)

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION