Ancient Greek-English Dictionary Language

χρηστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χρηστικός χρηστική χρηστικόν

Structure: χρηστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xra/omai

Sense

  1. knowing how to use, understanding the use of a
  2. useful, serviceable

Examples

  • τό τε γὰρ εὖ πράττειν καὶ τὸ εὖ ζῆν τὸ αὐτὸ τῷ εὐδαιμονεῖν, ὧν ἕκαστον χρῆσίσ ἐστι καὶ ἐνέργεια, καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ πρᾶξισ καὶ γὰρ ἡ πρακτικὴ χρηστικὴ ἐστίν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 21:1)
  • δεσποτικὴ δ’ ἐπιστήμη ἐστὶν ἡ χρηστικὴ δούλων. (Aristotle, Politics, Book 1 82:2)
  • δῆλον ὅτι ἡ χρηστικὴ δύναμισ ταῖσ φαντασίαισ. (Epictetus, Works, book 1, 5:3)
  • τὸ δ’ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ καὶ ἡ προθυμία ἡ πρὸσ τὴν συνουσίαν ἑκατέρου καὶ δύναμισ ἡ χρηστικὴ τοῖσ μορίοισ τοῖσ κατεσκευασμένοισ οὐδὲ ταῦτα ἐμφαίνει τὸν τεχνίτην; (Epictetus, Works, book 1, 9:1)
  • οὗ τοίνυν ἡ κατασκευὴ μόνον χρηστική, τούτῳ χρῆσθαι ὁπωσοῦν ἀπαρκεῖ· (Epictetus, Works, book 1, 17:1)

Synonyms

  1. knowing how to use

  2. useful

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION