Ancient Greek-English Dictionary Language

χρηματιστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: χρηματιστικός χρηματιστική χρηματιστικόν

Structure: χρηματιστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from xrhmatisth/s

Sense

  1. of or for money-making, a man of business, portending gain, the commercial class, the art of money-making, traffic

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦτο πρῶτον ἁμαρτεῖν ἔδοξεν ὁ Κράσσοσ μετά γε τὴν στρατείαν αὐτήν μέγιστον ἁμάρτημα τῶν γενομένων, ὅτι πρόσω χωρεῖν δέον ἔχεσθαί τε Βαβυλῶνοσ καὶ Σελευκείασ, δυσμενῶν ἀεὶ Πάρθοισ πόλεων, χρόνον ἐνέδωκε τοῖσ πολεμίοισ παρασκευῆσ, ἔπειτα τὰσ ἐν Συρίᾳ διατριβὰσ ᾐτιῶντο χρηματιστικὰσ μᾶλλον οὔσασ ἢ στρατηγικάσ· (Plutarch, chapter 17 4:2)
  • οἱ δὲ πάσασ ποιοῦσι χρηματιστικάσ, ὡσ τοῦτο τέλοσ ὄν, πρὸσ δὲ τὸ τέλοσ ἅπαντα δέον ἀπαντᾶν. (Aristotle, Politics, Book 1 133:2)
  • ναί, ἦν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάσ γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικάσ. (Plato, Republic, book 3 615:1)
  • οὐκοῦν καὶ ἀναλωτικὰσ φῶμεν εἶναι ταύτασ, ἐκείνασ δὲ χρηματιστικὰσ διὰ τὸ χρησίμουσ πρὸσ τὰ ἔργα εἶναι; (Plato, Republic, book 8 346:1)
  • ἦν δέ που γεγονὼσ ἐκ νέου ὑπὸ φειδωλῷ πατρὶ τεθραμμένοσ, τὰσ χρηματιστικὰσ ἐπιθυμίασ τιμῶντι μόνασ, τὰσ δὲ μὴ ἀναγκαίουσ ἀλλὰ παιδιᾶσ τε καὶ καλλωπισμοῦ ἕνεκα γιγνομένασ ἀτιμάζοντι. (Plato, Republic, book 9 25:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION