헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρηματιστικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χρηματιστικός χρηματιστική χρηματιστικόν

형태분석: χρηματιστικ (어간) + ος (어미)

어원: from xrhmatisth/s

  1. of or for money-making, a man of business, portending gain, the commercial class, the art of money-making, traffic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χρηματιστικός

(이)가

χρηματιστική

(이)가

χρηματιστικόν

(것)가

속격 χρηματιστικοῦ

(이)의

χρηματιστικῆς

(이)의

χρηματιστικοῦ

(것)의

여격 χρηματιστικῷ

(이)에게

χρηματιστικῇ

(이)에게

χρηματιστικῷ

(것)에게

대격 χρηματιστικόν

(이)를

χρηματιστικήν

(이)를

χρηματιστικόν

(것)를

호격 χρηματιστικέ

(이)야

χρηματιστική

(이)야

χρηματιστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 χρηματιστικώ

(이)들이

χρηματιστικᾱ́

(이)들이

χρηματιστικώ

(것)들이

속/여 χρηματιστικοῖν

(이)들의

χρηματιστικαῖν

(이)들의

χρηματιστικοῖν

(것)들의

복수주격 χρηματιστικοί

(이)들이

χρηματιστικαί

(이)들이

χρηματιστικά

(것)들이

속격 χρηματιστικῶν

(이)들의

χρηματιστικῶν

(이)들의

χρηματιστικῶν

(것)들의

여격 χρηματιστικοῖς

(이)들에게

χρηματιστικαῖς

(이)들에게

χρηματιστικοῖς

(것)들에게

대격 χρηματιστικούς

(이)들을

χρηματιστικᾱ́ς

(이)들을

χρηματιστικά

(것)들을

호격 χρηματιστικοί

(이)들아

χρηματιστικαί

(이)들아

χρηματιστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἄν ποτέ τινασ πολεμικοὺσ ζηλώσῃ, ταύτῃ φέρεται, ἢ χρηματιστικούσ, ἐπὶ τοῦτ’ αὖ. (Plato, Republic, book 8 391:2)

    (플라톤, Republic, book 8 391:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION