헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θηρευτικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θηρευτικός θηρευτική θηρευτικόν

형태분석: θηρευτικ (어간) + ος (어미)

어원: from qhreu/w

  1. of or for hunting, hounds, of hunters

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 θηρευτικός

(이)가

θηρευτική

(이)가

θηρευτικόν

(것)가

속격 θηρευτικοῦ

(이)의

θηρευτικῆς

(이)의

θηρευτικοῦ

(것)의

여격 θηρευτικῷ

(이)에게

θηρευτικῇ

(이)에게

θηρευτικῷ

(것)에게

대격 θηρευτικόν

(이)를

θηρευτικήν

(이)를

θηρευτικόν

(것)를

호격 θηρευτικέ

(이)야

θηρευτική

(이)야

θηρευτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 θηρευτικώ

(이)들이

θηρευτικᾱ́

(이)들이

θηρευτικώ

(것)들이

속/여 θηρευτικοῖν

(이)들의

θηρευτικαῖν

(이)들의

θηρευτικοῖν

(것)들의

복수주격 θηρευτικοί

(이)들이

θηρευτικαί

(이)들이

θηρευτικά

(것)들이

속격 θηρευτικῶν

(이)들의

θηρευτικῶν

(이)들의

θηρευτικῶν

(것)들의

여격 θηρευτικοῖς

(이)들에게

θηρευτικαῖς

(이)들에게

θηρευτικοῖς

(것)들에게

대격 θηρευτικούς

(이)들을

θηρευτικᾱ́ς

(이)들을

θηρευτικά

(것)들을

호격 θηρευτικοί

(이)들아

θηρευτικαί

(이)들아

θηρευτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω ταῖσ τε ποικίλαισ ἐπανθεῖ τὸ ποικίλον, καὶ ὅσαισ ἁπλῆ χρόα ἐστίν, ἀποστίλβει καὶ αὕτη, καὶ ἐστιν ἥδιστον θέαμα ἀνδρὶ θηρευτικῷ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 3 7:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 3 7:2)

  • τῆσ δ’ ἐπιχειρητικῆσ καὶ θηρευτικῆσ δεινότητοσ αὐτῶν ἐν πολλοῖσ σοφίσματα κατιδεῖν ἔστιν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 271)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 271)

  • ἦν γὰρ θηρευτική. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 15 1:10)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 15 1:10)

  • αἱ μὲν γὰρ ἡδεῖαι γίγνονται ἄν τισ ᾖ συνήθησ, αἱ δ’ εὐθὺσ ἡδεῖαι, οἱο͂ν κυνηγία καὶ πᾶσα θηρευτική· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 11 15:3)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 11 15:3)

  • ἡ δὲ κτητικὴ ἑτέρα ἀμφοτέρων τούτων, οἱο͂ν ἡ δικαία, πολεμική τισ οὖσα ἢ θηρευτική. (Aristotle, Politics, Book 1 83:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 83:2)

  • νομαδικὸσ λῃστρικὸσ ἁλιευτικὸσ θηρευτικὸσ γεωργικόσ. (Aristotle, Politics, Book 1 98:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 98:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION