χιλιαρχία?
1군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사: chiliarchia
고전 발음: [킬리아르키아]
신약 발음: [킬리아르키아]
기본형:
χιλιαρχία
형태분석:
χιλιαρχι
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- the office or post
- tribuni militares
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Καὶ προσῆλθον πρὸς Μωυσῆν πάντες οἱ καθεσταμένοι εἰς τὰς χιλιαρχίας τῆς δυνάμεως, χιλίαρχοι καὶ ἑκατόνταρχοι, καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν. (Septuagint, Liber Numeri 31:48)
(70인역 성경, 민수기 31:48)
- τούτων δὲ πραττομένων ἀπιστεῖν μὲν οὐκ ἐπῄει τῷ Καμίλλῳ τὴν προδοσίαν, οἰκτείρας δὲ τὴν ἐπὶ τῇ προδοσίᾳ μετάνοιαν αὐτῶν ἐκέλευσε πρὸς τὴν σύγκλητον ἐλθόντας παραιτεῖσθαι τὴν ὀργήν καὶ παραιτουμένοις συνέπραξεν αὐτὸς ἀφεθῆναί τε τὴν πόλιν αἰτίας ἁπάσης καὶ μεταλαβεῖν ἰσοπολιτείας, αὗται μὲν οὖν ἐγένοντο τῆς ἕκτης χιλιαρχίας ἐπιφανέσταται πράξεις. (Plutarch, Camillus, chapter 38 3:2)
(플루타르코스, Camillus, chapter 38 3:2)
- τοῦ δὲ δήμου πρώτην μὲν ἀπόδειξιν τῆς πρὸς αὐτόν εὐνοίας ἔλαβεν ὅτε πρὸς Γάϊον Ποπίλιον ἐρίσας ὑπὲρ χιλιαρχίας πρότερος ἀνηγορεύθη δευτέραν δὲ καὶ καταφανεστέραν ὅτε, τῆς Μαρίου γυναικὸς Ιοὐλίας ἀποθανούσης, ἀδελφιδοῦς ὢν αὐτῆς ἐγκώμιόν τε λαμπρὸν ἐν ἀγορᾷ διῆλθε, καὶ περὶ τὴν ἐκφορὰν ἐτόλμησεν εἰκόνας Μαρίου προθέσθαι, τότε πρῶτον ὀφθείσας μετὰ τὴν ἐπὶ Σύλλα πολιτείαν, πολεμίων τῶν ἀνδρῶν κριθέντων. (Plutarch, Caesar, chapter 5 1:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 5 1:1)
- κατελθὼν οὖν εὐθὺς τοὺς μὲν αὐτὸς ἐκτᾶτο θαυμαστὰς καὶ φίλους διὰ τῶν συνηγοριῶν, πολλὴν δὲ τοῦ Οὐαλλερίου τιμήν καὶ δύναμιν αὐτῷ προστιθέντος χιλιαρχίας ἔτυχε πρῶτον, εἶτα ἐταμίευσεν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 3 3:2)
(플루타르코스, Marcus Cato, chapter 3 3:2)
- τὴν δευτέραν δὲ μοῖραν Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου ἄγειν ἔδωκε, τῶν τε ὑπασπιστῶν τῶν βασιλικῶν τὸ τρίτον μέρος καὶ τὴν Φιλίππου καὶ Φιλώτα τάξιν καὶ δύο χιλιαρχίας τῶν τοξοτῶν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τῶν ἱππέων τοὺς ἡμίσεας: (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 24 10:2)
(아리아노스, Anabasis, book 4, chapter 24 10:2)
유의어
-
the office or post
- φρουραρχία (the office or post of, place of commandant)
- νύσσα (posts)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)