헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπομένω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπομένω ὑπομενῶ ὑπέμεινα

형태분석: ὑπο (접두사) + μέν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 살아남다, 살아오다, 생존하다
  2. 기다리다, 머물다, 거주하다, 기대하다, 머무르다, 지속하다
  3. 기다리다, 복종하다, 예상하다, 기대하다, 대기하다, 따르다
  4. 남아 있다, 굳건히 있다
  5. 기다리다, 고집하다, 지속하다, 유지하다
  6. 기다리다, 기대하다, 고대하다, 예상하다
  1. to stay behind, survive
  2. to await, to await, bide the, to abide, presence
  3. to be patient under, abide patiently, submit to, to await, to wait for
  4. to stand one's ground, stand firm, patiently
  5. to submit or dare, wait, persist
  6. if they shall dare, submits, to await

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπομένω

(나는) 살아남는다

ὑπομένεις

(너는) 살아남는다

ὑπομένει

(그는) 살아남는다

쌍수 ὑπομένετον

(너희 둘은) 살아남는다

ὑπομένετον

(그 둘은) 살아남는다

복수 ὑπομένομεν

(우리는) 살아남는다

ὑπομένετε

(너희는) 살아남는다

ὑπομένουσιν*

(그들은) 살아남는다

접속법단수 ὑπομένω

(나는) 살아남자

ὑπομένῃς

(너는) 살아남자

ὑπομένῃ

(그는) 살아남자

쌍수 ὑπομένητον

(너희 둘은) 살아남자

ὑπομένητον

(그 둘은) 살아남자

복수 ὑπομένωμεν

(우리는) 살아남자

ὑπομένητε

(너희는) 살아남자

ὑπομένωσιν*

(그들은) 살아남자

기원법단수 ὑπομένοιμι

(나는) 살아남기를 (바라다)

ὑπομένοις

(너는) 살아남기를 (바라다)

ὑπομένοι

(그는) 살아남기를 (바라다)

쌍수 ὑπομένοιτον

(너희 둘은) 살아남기를 (바라다)

ὑπομενοίτην

(그 둘은) 살아남기를 (바라다)

복수 ὑπομένοιμεν

(우리는) 살아남기를 (바라다)

ὑπομένοιτε

(너희는) 살아남기를 (바라다)

ὑπομένοιεν

(그들은) 살아남기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομένε

(너는) 살아남아라

ὑπομενέτω

(그는) 살아남아라

쌍수 ὑπομένετον

(너희 둘은) 살아남아라

ὑπομενέτων

(그 둘은) 살아남아라

복수 ὑπομένετε

(너희는) 살아남아라

ὑπομενόντων, ὑπομενέτωσαν

(그들은) 살아남아라

부정사 ὑπομένειν

살아남는 것

분사 남성여성중성
ὑπομενων

ὑπομενοντος

ὑπομενουσα

ὑπομενουσης

ὑπομενον

ὑπομενοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπομένομαι

(나는) 살아남긴다

ὑπομένει, ὑπομένῃ

(너는) 살아남긴다

ὑπομένεται

(그는) 살아남긴다

쌍수 ὑπομένεσθον

(너희 둘은) 살아남긴다

ὑπομένεσθον

(그 둘은) 살아남긴다

복수 ὑπομενόμεθα

(우리는) 살아남긴다

ὑπομένεσθε

(너희는) 살아남긴다

ὑπομένονται

(그들은) 살아남긴다

접속법단수 ὑπομένωμαι

(나는) 살아남기자

ὑπομένῃ

(너는) 살아남기자

ὑπομένηται

(그는) 살아남기자

쌍수 ὑπομένησθον

(너희 둘은) 살아남기자

ὑπομένησθον

(그 둘은) 살아남기자

복수 ὑπομενώμεθα

(우리는) 살아남기자

ὑπομένησθε

(너희는) 살아남기자

ὑπομένωνται

(그들은) 살아남기자

기원법단수 ὑπομενοίμην

(나는) 살아남기기를 (바라다)

ὑπομένοιο

(너는) 살아남기기를 (바라다)

ὑπομένοιτο

(그는) 살아남기기를 (바라다)

쌍수 ὑπομένοισθον

(너희 둘은) 살아남기기를 (바라다)

ὑπομενοίσθην

(그 둘은) 살아남기기를 (바라다)

복수 ὑπομενοίμεθα

(우리는) 살아남기기를 (바라다)

ὑπομένοισθε

(너희는) 살아남기기를 (바라다)

ὑπομένοιντο

(그들은) 살아남기기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομένου

(너는) 살아남겨라

ὑπομενέσθω

(그는) 살아남겨라

쌍수 ὑπομένεσθον

(너희 둘은) 살아남겨라

ὑπομενέσθων

(그 둘은) 살아남겨라

복수 ὑπομένεσθε

(너희는) 살아남겨라

ὑπομενέσθων, ὑπομενέσθωσαν

(그들은) 살아남겨라

부정사 ὑπομένεσθαι

살아남기는 것

분사 남성여성중성
ὑπομενομενος

ὑπομενομενου

ὑπομενομενη

ὑπομενομενης

ὑπομενομενον

ὑπομενομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπέμενον

(나는) 살아남고 있었다

ὑπέμενες

(너는) 살아남고 있었다

ὑπέμενεν*

(그는) 살아남고 있었다

쌍수 ὑπεμένετον

(너희 둘은) 살아남고 있었다

ὑπεμενέτην

(그 둘은) 살아남고 있었다

복수 ὑπεμένομεν

(우리는) 살아남고 있었다

ὑπεμένετε

(너희는) 살아남고 있었다

ὑπέμενον

(그들은) 살아남고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεμενόμην

(나는) 살아남기고 있었다

ὑπεμένου

(너는) 살아남기고 있었다

ὑπεμένετο

(그는) 살아남기고 있었다

쌍수 ὑπεμένεσθον

(너희 둘은) 살아남기고 있었다

ὑπεμενέσθην

(그 둘은) 살아남기고 있었다

복수 ὑπεμενόμεθα

(우리는) 살아남기고 있었다

ὑπεμένεσθε

(너희는) 살아남기고 있었다

ὑπεμένοντο

(그들은) 살아남기고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπέμεινα

(나는) 살아남았다

ὑπέμεινας

(너는) 살아남았다

ὑπέμεινεν*

(그는) 살아남았다

쌍수 ὑπεμείνατον

(너희 둘은) 살아남았다

ὑπεμεινάτην

(그 둘은) 살아남았다

복수 ὑπεμείναμεν

(우리는) 살아남았다

ὑπεμείνατε

(너희는) 살아남았다

ὑπέμειναν

(그들은) 살아남았다

접속법단수 ὑπομείνω

(나는) 살아남았자

ὑπομείνῃς

(너는) 살아남았자

ὑπομείνῃ

(그는) 살아남았자

쌍수 ὑπομείνητον

(너희 둘은) 살아남았자

ὑπομείνητον

(그 둘은) 살아남았자

복수 ὑπομείνωμεν

(우리는) 살아남았자

ὑπομείνητε

(너희는) 살아남았자

ὑπομείνωσιν*

(그들은) 살아남았자

기원법단수 ὑπομείναιμι

(나는) 살아남았기를 (바라다)

ὑπομείναις

(너는) 살아남았기를 (바라다)

ὑπομείναι

(그는) 살아남았기를 (바라다)

쌍수 ὑπομείναιτον

(너희 둘은) 살아남았기를 (바라다)

ὑπομειναίτην

(그 둘은) 살아남았기를 (바라다)

복수 ὑπομείναιμεν

(우리는) 살아남았기를 (바라다)

ὑπομείναιτε

(너희는) 살아남았기를 (바라다)

ὑπομείναιεν

(그들은) 살아남았기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομείνον

(너는) 살아남았어라

ὑπομεινάτω

(그는) 살아남았어라

쌍수 ὑπομείνατον

(너희 둘은) 살아남았어라

ὑπομεινάτων

(그 둘은) 살아남았어라

복수 ὑπομείνατε

(너희는) 살아남았어라

ὑπομεινάντων

(그들은) 살아남았어라

부정사 ὑπομείναι

살아남았는 것

분사 남성여성중성
ὑπομεινᾱς

ὑπομειναντος

ὑπομεινᾱσα

ὑπομεινᾱσης

ὑπομειναν

ὑπομειναντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεμεινάμην

(나는) 살아남겼다

ὑπεμείνω

(너는) 살아남겼다

ὑπεμείνατο

(그는) 살아남겼다

쌍수 ὑπεμείνασθον

(너희 둘은) 살아남겼다

ὑπεμεινάσθην

(그 둘은) 살아남겼다

복수 ὑπεμεινάμεθα

(우리는) 살아남겼다

ὑπεμείνασθε

(너희는) 살아남겼다

ὑπεμείναντο

(그들은) 살아남겼다

접속법단수 ὑπομείνωμαι

(나는) 살아남겼자

ὑπομείνῃ

(너는) 살아남겼자

ὑπομείνηται

(그는) 살아남겼자

쌍수 ὑπομείνησθον

(너희 둘은) 살아남겼자

ὑπομείνησθον

(그 둘은) 살아남겼자

복수 ὑπομεινώμεθα

(우리는) 살아남겼자

ὑπομείνησθε

(너희는) 살아남겼자

ὑπομείνωνται

(그들은) 살아남겼자

기원법단수 ὑπομειναίμην

(나는) 살아남겼기를 (바라다)

ὑπομείναιο

(너는) 살아남겼기를 (바라다)

ὑπομείναιτο

(그는) 살아남겼기를 (바라다)

쌍수 ὑπομείναισθον

(너희 둘은) 살아남겼기를 (바라다)

ὑπομειναίσθην

(그 둘은) 살아남겼기를 (바라다)

복수 ὑπομειναίμεθα

(우리는) 살아남겼기를 (바라다)

ὑπομείναισθε

(너희는) 살아남겼기를 (바라다)

ὑπομείναιντο

(그들은) 살아남겼기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομείναι

(너는) 살아남겼어라

ὑπομεινάσθω

(그는) 살아남겼어라

쌍수 ὑπομείνασθον

(너희 둘은) 살아남겼어라

ὑπομεινάσθων

(그 둘은) 살아남겼어라

복수 ὑπομείνασθε

(너희는) 살아남겼어라

ὑπομεινάσθων

(그들은) 살아남겼어라

부정사 ὑπομείνεσθαι

살아남겼는 것

분사 남성여성중성
ὑπομειναμενος

ὑπομειναμενου

ὑπομειναμενη

ὑπομειναμενης

ὑπομειναμενον

ὑπομειναμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἂν τοίνυν ἀντὶ Φωκέων καὶ Πυλῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἀπολωλότων Χερρόνησοσ ὡσ περίεστι τῇ πόλει λέγῃ, πρὸσ Διὸσ καὶ θεῶν μὴ ἀποδέξησθ’, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, μηδ’ ὑπομείνητε, πρὸσ οἷσ ἐκ τῆσ πρεσβείασ ἠδίκησθε, καὶ ἐκ τῆσ ἀπολογίασ ὄνειδοσ προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, ὡσ ἄρ’ ὑμεῖσ τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι τὴν τῶν συμμάχων σωτηρίαν προήκασθε. (Demosthenes, Speeches 11-20, 106:1)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 106:1)

  • ὅτι μὲν οὖν, ἐὰν ὑπομείνητε τὴν συμβουλίαν, πεισθήσεσθέ μοι περὶ ὧν συμβουλεύων πάρειμι, καὶ δὴ σφόδρα θαρρῶ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 9:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 9:1)

  • οἶμαι δ’ οὐ τούτουσ μόνουσ, ἀλλὰ καὶ πολλοὺσ ἄλλουσ σὺν θεοῖσ εἰπεῖν πρεσβεύσεσθαι, τῆσ ἡμετέρασ φιλίασ ἐπιθυμοῦντασ, ἐὰν ὑπομείνητε καὶ τῇ τούτων φιλονεικίᾳ πρὸσ τὴν τῆσ ἡγεμονίασ κατασκευὴν ἐθελήσητε ἀποχρήσασθαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 11:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 11:2)

유의어

  1. 살아남다

  2. 남아 있다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION