헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρυφερός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τρυφερός τρυφερή τρυφερόν

형태분석: τρυφερ (어간) + ος (어미)

어원: trufh/

  1. 섬세한, 사치스러운, 부드러운
  2. 여성스러운, 사내답지 못한, 나약한, 사치스러운, 연약한, 예민한, 매혹적인, 유혹하는
  1. delicate, dainty
  2. effeminate, luxurious, voluptuous, effeminacy, to more effeminate habits, voluptuously, softly

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τρυφερός

섬세한 (이)가

τρυφερᾱ́

섬세한 (이)가

τρυφερόν

섬세한 (것)가

속격 τρυφεροῦ

섬세한 (이)의

τρυφερᾶς

섬세한 (이)의

τρυφεροῦ

섬세한 (것)의

여격 τρυφερῷ

섬세한 (이)에게

τρυφερᾷ

섬세한 (이)에게

τρυφερῷ

섬세한 (것)에게

대격 τρυφερόν

섬세한 (이)를

τρυφερᾱ́ν

섬세한 (이)를

τρυφερόν

섬세한 (것)를

호격 τρυφερέ

섬세한 (이)야

τρυφερᾱ́

섬세한 (이)야

τρυφερόν

섬세한 (것)야

쌍수주/대/호 τρυφερώ

섬세한 (이)들이

τρυφερᾱ́

섬세한 (이)들이

τρυφερώ

섬세한 (것)들이

속/여 τρυφεροῖν

섬세한 (이)들의

τρυφεραῖν

섬세한 (이)들의

τρυφεροῖν

섬세한 (것)들의

복수주격 τρυφεροί

섬세한 (이)들이

τρυφεραί

섬세한 (이)들이

τρυφερά

섬세한 (것)들이

속격 τρυφερῶν

섬세한 (이)들의

τρυφερῶν

섬세한 (이)들의

τρυφερῶν

섬세한 (것)들의

여격 τρυφεροῖς

섬세한 (이)들에게

τρυφεραῖς

섬세한 (이)들에게

τρυφεροῖς

섬세한 (것)들에게

대격 τρυφερούς

섬세한 (이)들을

τρυφερᾱ́ς

섬세한 (이)들을

τρυφερά

섬세한 (것)들을

호격 τρυφεροί

섬세한 (이)들아

τρυφεραί

섬세한 (이)들아

τρυφερά

섬세한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ ἁπαλὸσ ὁ ἐν σοὶ καὶ ὁ τρυφερὸσ σφόδρα βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ τὸν ἀδελφὸν καὶ τὴν γυναῖκα τὴν ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ καὶ τὰ καταλελειμμένα τέκνα, ἃ ἂν καταλειφθῇ αὐτῷ, (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:54)

    (70인역 성경, 신명기 28:54)

  • καὶ ἡ ἁπαλὴ ἐν ὑμῖν καὶ ἡ τρυφερά, ἧσ οὐχὶ πεῖραν ἔλαβεν ὁ ποὺσ αὐτῆσ βαίνειν ἐπὶ τῆσ γῆσ διὰ τὴν τρυφερότητα καὶ διὰ τὴν ἁπαλότητα, βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ αὐτῆσ τὸν ἄνδρα αὐτῆσ τὸν ἐν κόλπῳ αὐτῆσ καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὴν θυγατέρα αὐτῆς (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:56)

    (70인역 성경, 신명기 28:56)

  • ξύρησαι καὶ κεῖραι ἐπὶ τὰ τέκνα τὰ τρυφερά σου, ἐμπλάτυνον τὴν χηρείαν σου ὡσ ἀετόσ, ὅτι ᾐχμαλωτεύθησαν ἀπὸ σοῦ. (Septuagint, Prophetia Michaeae 1:16)

    (70인역 성경, 미카서 1:16)

  • ΚΑΤΑΒΗΘΙ, κάθισον ἐπὶ τὴν γῆν, παρθένοσ, θυγάτηρ Βαβυλῶνοσ, εἴσελθε εἰσ τὸ σκότοσ, θυγάτηρ Χαλδαίων, ὅτι οὐκέτι προστεθήσῃ κληθῆναι ἁπαλὴ καὶ τρυφερά. (Septuagint, Liber Isaiae 47:1)

    (70인역 성경, 이사야서 47:1)

  • νῦν δὲ ἄκουε ταῦτα, ἡ τρυφερά, ἡ καθημένη πεποιθυῖα, ἡ λέγουσα ἐν καρδίᾳ αὐτῆσ. ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν ἑτέρα. οὐ καθιῶ χήρα οὐδὲ γνώσομαι ὀρφανίαν. (Septuagint, Liber Isaiae 47:8)

    (70인역 성경, 이사야서 47:8)

  • "ἐστὶ δὲ λίαν κοῦφοσ καὶ τρυφερόσ, ὁ Μασσαλιήτησ καλόσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4835)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 4835)

  • ἔτι δ’ ὁ μὲν μηδεμίαν ὑπομένων λύπην, μηδ’ εἰ βέλτιον, τρυφερόσ, ὁ δὲ πᾶσαν ὁμοίωσ ὡσ μὲν ἁπλῶσ εἰπεῖν ἀνώνυμοσ, μεταφορᾷ δὲ λέγεται σκληρὸσ καὶ ταλαίπωροσ καὶ κακοπαθητικόσ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 60:3)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 60:3)

  • ὁ τρυφερὸσ Διόδωροσ ἐσ ἠιθέουσ φλόγα βάλλων ἤγρευται λαμυροῖσ ὄμμασι Τιμαρίου, τὸ γλυκύπικρον Ἔρωτοσ ἔχων βέλοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1091)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1091)

  • ἤδη ἐπὶ στρατιῆσ ὁρμᾷσ, ἔτι παῖσ ἀδαὴσ ὢν καὶ τρυφερόσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2171)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2171)

유의어

  1. 섬세한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION