- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρομερός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: tromeros 고전 발음: [로메로] 신약 발음: [로매로]

기본형: τρομερός τρομερή τρομερόν

형태분석: τρομερ (어간) + ος (어미)

어원: τρέμω

  1. 떠는, 무서워하는, 두려운, 떨리는
  2. 두려운, 무서운
  1. trembling, trembling for fear, quaking
  2. fearful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τρομερός

떠는 (이)가

τρομερά

떠는 (이)가

τρομερόν

떠는 (것)가

속격 τρομεροῦ

떠는 (이)의

τρομερᾶς

떠는 (이)의

τρομεροῦ

떠는 (것)의

여격 τρομερῷ

떠는 (이)에게

τρομερᾷ

떠는 (이)에게

τρομερῷ

떠는 (것)에게

대격 τρομερόν

떠는 (이)를

τρομεράν

떠는 (이)를

τρομερόν

떠는 (것)를

호격 τρομερέ

떠는 (이)야

τρομερά

떠는 (이)야

τρομερόν

떠는 (것)야

쌍수주/대/호 τρομερώ

떠는 (이)들이

τρομερά

떠는 (이)들이

τρομερώ

떠는 (것)들이

속/여 τρομεροῖν

떠는 (이)들의

τρομεραῖν

떠는 (이)들의

τρομεροῖν

떠는 (것)들의

복수주격 τρομεροί

떠는 (이)들이

τρομεραί

떠는 (이)들이

τρομερά

떠는 (것)들이

속격 τρομερῶν

떠는 (이)들의

τρομερῶν

떠는 (이)들의

τρομερῶν

떠는 (것)들의

여격 τρομεροῖς

떠는 (이)들에게

τρομεραῖς

떠는 (이)들에게

τρομεροῖς

떠는 (것)들에게

대격 τρομερούς

떠는 (이)들을

τρομεράς

떠는 (이)들을

τρομερά

떠는 (것)들을

호격 τρομεροί

떠는 (이)들아

τρομεραί

떠는 (이)들아

τρομερά

떠는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ἦ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβῇ· (Euripides, Rhesus, choral, anapests2)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, anapests2)

  • τρομερὰ σκηνὰς ἔλιπον τάσδ Ἀγαμέμνονος ἐπακουσομένα, βασίλεια, σέθεν: (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 12)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, antistrophe 12)

  • τρομερὰ μέλεα, φέρετ ἐμὸν ἴχνος: (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 114)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 114)

  • δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα δίκετε, Μαινάδες: (Euripides, episode, lyric2)

    (에우리피데스, episode, lyric2)

  • ὑπώροφα μέλαθρα καὶ γεραιὰ δέμνι, ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος, ἐστάλην ἰηλέμων γόων ἀοι- δὸς ὥστε πολιὸς ὄρνις, ἔπεα μόνον καὶ δόκη- μα νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων, τρομερὰ μέν, ἀλλ ὅμως πρόθυμ. (Euripides, Heracles, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Heracles, choral, strophe 11)

유의어

  1. 두려운

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION