Ancient Greek-English Dictionary Language

τριπλάσιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τριπλάσιος τριπλάσιᾱ τριπλάσιον

Structure: τριπλασι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. thrice as many, thrice as much, thrice as great as
  2. thrice as much

Examples

  • Κράντωρ ἐν τῷ Λ σχήματι, τοῦ πρώτου κατὰ κορυφὴν τιθεμένου καὶ χωρὶσ μὲν τῶν διπλασίων χωρὶσ δὲ τῶν τριπλασίων ἐν δυσὶ στίχοισ ὑποταττομένων. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 29 5:1)
  • ἁρμονίαν αὗται δ’ ἀνιέμεναι τὰ θεῖα εἴρουσι καὶ κατᾴδουσι τῆσ ἱερᾶσ περιόδου καὶ χορείασ ὀκτάχορδον ἐμμέλειαν ὀκτὼ γὰρ ἦσαν καὶ οἱ πρῶτοι τῶν διπλασίων καὶ τριπλασίων ὁρ́οι λόγων, ἑκατέρᾳ προσαριθμουμένησ μερίδι τῆσ μονάδοσ. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 32 8:1)
  • λέγω, ὅτι ὁ κῶνοσ τοῦ κυλίνδρου τρίτον ἐστὶ μέροσ, τουτέστιν ὅτι ὁ κύλινδροσ τοῦ κώνου τριπλασίων ἐστίν. (Euclid, Elements, book 12, type Prop256)
  • Εἰ γὰρ μή ἐστιν ὁ κύλινδροσ τοῦ κώνου τριπλασίων, ἔσται ὁ κύλινδροσ τοῦ κώνου ἤτοι μείζων ἢ τριπλασίων ἢ ἐλάσσων ἢ τριπλασίων. (Euclid, Elements, book 12, type Prop257)

Synonyms

  1. thrice as many

  2. thrice as much

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION