헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τραχύτης

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τραχύτης τραχύτητος

형태분석: τραχυτητ (어간) + ς (어미)

어원: traxu/s

  1. 거침, 얼얼하게 매운 것, 까칠함, 비듬
  2. 거침, 엄격, 까칠함
  1. roughness, ruggedness, sharpness
  2. roughness, harshness

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τραχύτης

거침이

τραχύτητε

거침들이

τραχύτητες

거침들이

속격 τραχύτητος

거침의

τραχυτήτοιν

거침들의

τραχυτήτων

거침들의

여격 τραχύτητι

거침에게

τραχυτήτοιν

거침들에게

τραχύτησιν*

거침들에게

대격 τραχύτητα

거침을

τραχύτητε

거침들을

τραχύτητας

거침들을

호격 τραχύτη

거침아

τραχύτητε

거침들아

τραχύτητες

거침들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φωνήσαντεσ δὲ τὴν ὁρμὴν ἐπὶ τὰ ὅπλα ποιήσασθαι καὶ θαρραλέωσ ὑπὲρ τοῦ πατρῴου νόμου τελευτᾶν, ἱκανὴν ἐποίησαν ἐν τῷ τόπῳ τραχύτητα, μόλισ δὲ ὑπό τε τῶν γεραιῶν καὶ τῶν πρεσβυτέρων ἀποτραπέντεσ ἐπὶ τὴν αὐτὴν τῆσ δεήσεωσ ἔστησαν στάσιν. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:23)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 1:23)

  • ὁρᾶτε, ὦ Ἑρμῆ καὶ Φιλοσοφία, δύο μὲν ὄρη μέγιστα καὶ κάλλιστα ὀρῶν ἁπάντων Αἷμόσ ἐστιν τὸ μεῖζον, ἡ καταντικρὺ δὲ Ῥοδόπη πεδίον δ’ ὑποπεπταμένον πάμφορον, ἀπὸ τῶν προπόδων ἑκατέρων εὐθὺσ ἀρξάμενον, καί τινασ λόφουσ τρεῖσ πάνυ καλοὺσ ἀνεστηκότασ, οὐκ ἀμόρφουσ τὴν τραχύτητα, οἱο͂ν ἀκροπόλεισ πολλὰσ τῆσ ὑποκειμένησ πόλεωσ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 25:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 25:1)

  • καὶ διατεταμένουσ καὶ κεχηνότασ πλάσωσι καὶ γὰρ οὗτοι βαρύτητι φωνῆσ καὶ βλέμματοσ τραχύτητι καὶ δυσκολίᾳ τρόπων καὶ ἀμιξίᾳ διαίτησ ὄγκον ἡγεμονίασ καὶ σεμνότητα μιμεῖσθαι δοκοῦσιν, οὐδ’ ὁτιοῦν τῶν κολοσσικῶν διαφέροντεσ ἀνδριάντων, οἳ τὴν ἔξωθεν ἡρωικὴν καὶ θεοπρεπῆ μορφὴν ἔχοντεσ; (Plutarch, Ad principem ineruditum, chapter, section 2 1:1)

    (플루타르코스, Ad principem ineruditum, chapter, section 2 1:1)

  • ἥδιστον, τοῦ τρόπου δὲ γνωρίσματα δυσκολία καὶ τραχύτησ καὶ σκαιότησ καὶ ὀργὴ καὶ ἀπανθρωπία· (Lucian, Timon, (no name) 42:16)

    (루키아노스, Timon, (no name) 42:16)

  • ἐὰν δ’ αὐχμὸσ ἐγγένηται καὶ τραχύτησ ἐκ φαύλησ διαίτησ, καὶ μηδὲν εὐμενὲσ μηδὲ χρηστὸν ἀναπέμπῃ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ πλὴν ὀδύνασ καὶ λύπασ, ὥσπερ τινὰσ πικρὰσ καὶ δυσχερεῖσ ἀναθυμιάσεισ, οὐδὲ βουλομένοισ ἔτι ῥᾳδίωσ ἀναλαβεῖν ἔστι. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 6 9:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 6 9:1)

  • ὄνυχοσ, οὐ τραχύτησ ὀδόντοσ πρόσεστιν, οὐ κοιλίασ εὐτονία καὶ πνεύματοσ θερμότησ, τρέψαι καὶ κατεργάσασθαι δυνατὴ τὸ βαρὺ καὶ κρεῶδεσ ἀλλ’ αὐτόθεν ἡ φύσισ τῇ λειότητι τῶν ὀδόντων καὶ τῇ σμικρότητι τοῦ στόματοσ καὶ τῇ μαλακότητι τῆσ γλώσσησ καὶ τῇ πρὸσ πέψιν ἀμβλύτητι τοῦ πνεύματοσ ἐξόμνυται τὴν σαρκοφαγίαν. (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 5 2:1)

    (플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 5 2:1)

  • τρόπον μέν τινα αἱ τρεῖσ ἀρεταὶ τοῦ λόγου, ἥ τε σφοδρότησ καὶ ἡ ἔμφασισ καὶ ἡ τραχύτησ, εἰ καὶ τῇ προσηγορίᾳ διεστήκασι, τῇ γοῦν δυνάμει καὶ σφόδρα ἐπικοινωνοῦσιν ἀλλήλαισ ἐπὶ πλείστοισ, καὶ ἥ τε σφοδρότησ ἐμφαντικὸσ λόγοσ ἐστὶν καὶ ἡ τραχύτησ σφοδρότητα δύναται· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 2:1)

유의어

  1. 거침

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION