헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκαθίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκαθίζω

형태분석: προς (접두사) + κατ (접두사) + ί̔ζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가만히 앉아 있다, 서성거리다, 근처에 앉아 있다
  2. ~앞에 위치하다, 봉쇄하다
  1. to sit down by or near, to sit idle
  2. to sit down before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκαθίζω

(나는) 가만히 앉아 있는다

προσκαθίζεις

(너는) 가만히 앉아 있는다

προσκαθίζει

(그는) 가만히 앉아 있는다

쌍수 προσκαθίζετον

(너희 둘은) 가만히 앉아 있는다

προσκαθίζετον

(그 둘은) 가만히 앉아 있는다

복수 προσκαθίζομεν

(우리는) 가만히 앉아 있는다

προσκαθίζετε

(너희는) 가만히 앉아 있는다

προσκαθίζουσιν*

(그들은) 가만히 앉아 있는다

접속법단수 προσκαθίζω

(나는) 가만히 앉아 있자

προσκαθίζῃς

(너는) 가만히 앉아 있자

προσκαθίζῃ

(그는) 가만히 앉아 있자

쌍수 προσκαθίζητον

(너희 둘은) 가만히 앉아 있자

προσκαθίζητον

(그 둘은) 가만히 앉아 있자

복수 προσκαθίζωμεν

(우리는) 가만히 앉아 있자

προσκαθίζητε

(너희는) 가만히 앉아 있자

προσκαθίζωσιν*

(그들은) 가만히 앉아 있자

기원법단수 προσκαθίζοιμι

(나는) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

προσκαθίζοις

(너는) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

προσκαθίζοι

(그는) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

쌍수 προσκαθίζοιτον

(너희 둘은) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

προσκαθιζοίτην

(그 둘은) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

복수 προσκαθίζοιμεν

(우리는) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

προσκαθίζοιτε

(너희는) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

προσκαθίζοιεν

(그들은) 가만히 앉아 있기를 (바라다)

명령법단수 προσκαθίζε

(너는) 가만히 앉아 있어라

προσκαθιζέτω

(그는) 가만히 앉아 있어라

쌍수 προσκαθίζετον

(너희 둘은) 가만히 앉아 있어라

προσκαθιζέτων

(그 둘은) 가만히 앉아 있어라

복수 προσκαθίζετε

(너희는) 가만히 앉아 있어라

προσκαθιζόντων, προσκαθιζέτωσαν

(그들은) 가만히 앉아 있어라

부정사 προσκαθίζειν

가만히 앉아 있는 것

분사 남성여성중성
προσκαθιζων

προσκαθιζοντος

προσκαθιζουσα

προσκαθιζουσης

προσκαθιζον

προσκαθιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκαθίζομαι

προσκαθίζει, προσκαθίζῃ

προσκαθίζεται

쌍수 προσκαθίζεσθον

προσκαθίζεσθον

복수 προσκαθιζόμεθα

προσκαθίζεσθε

προσκαθίζονται

접속법단수 προσκαθίζωμαι

προσκαθίζῃ

προσκαθίζηται

쌍수 προσκαθίζησθον

προσκαθίζησθον

복수 προσκαθιζώμεθα

προσκαθίζησθε

προσκαθίζωνται

기원법단수 προσκαθιζοίμην

προσκαθίζοιο

προσκαθίζοιτο

쌍수 προσκαθίζοισθον

προσκαθιζοίσθην

복수 προσκαθιζοίμεθα

προσκαθίζοισθε

προσκαθίζοιντο

명령법단수 προσκαθίζου

προσκαθιζέσθω

쌍수 προσκαθίζεσθον

προσκαθιζέσθων

복수 προσκαθίζεσθε

προσκαθιζέσθων, προσκαθιζέσθωσαν

부정사 προσκαθίζεσθαι

분사 남성여성중성
προσκαθιζομενος

προσκαθιζομενου

προσκαθιζομενη

προσκαθιζομενης

προσκαθιζομενον

προσκαθιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκάθῑζον

(나는) 가만히 앉아 있고 있었다

προσκάθῑζες

(너는) 가만히 앉아 있고 있었다

προσκάθῑζεν*

(그는) 가만히 앉아 있고 있었다

쌍수 προσκαθῖζετον

(너희 둘은) 가만히 앉아 있고 있었다

προσκαθῑ́ζετην

(그 둘은) 가만히 앉아 있고 있었다

복수 προσκαθῖζομεν

(우리는) 가만히 앉아 있고 있었다

προσκαθῖζετε

(너희는) 가만히 앉아 있고 있었다

προσκάθῑζον

(그들은) 가만히 앉아 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκαθῑ́ζομην

προσκαθῖζου

προσκαθῖζετο

쌍수 προσκαθῖζεσθον

προσκαθῑ́ζεσθην

복수 προσκαθῑ́ζομεθα

προσκαθῖζεσθε

προσκαθῖζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ παρθέν’, ἱκέτισ ἀμφὶ σὸν πίτνω γόνυ καὶ προσκαθίζω θᾶκον οὐκ εὐδαίμονα ὑπέρ τ’ ἐμαυτῆσ τοῦδέ θ’, ὃν μόλισ ποτὲ λαβοῦσ’ ἐπ’ ἀκμῆσ εἰμι κατθανόντ’ ἰδεῖν· (Euripides, Helen, episode, dialogue 8:1)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 8:1)

  • οἱ γὰρ ἀδολεσχότατοι προσρέουσι καὶ προσκαθίζουσιν, ὥστ’ αὐτοὺσ ἀναπίμπλασθαι τῆσ συνηθείασ. (Plutarch, De garrulitate, section 13 1:3)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 13 1:3)

  • ἐπιεικῶσ δὲ λάλον ἐστὶ τὸ τῶν κουρέων γένοσ οἱ γὰρ ἀδολεσχότατοι προσρέουσι καὶ προσκαθίζουσιν, ὥστ’ αὐτοὺσ ἀναπίμπλασθαι τῆσ συνηθείασ. (Plutarch, De garrulitate, section 13 2:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 13 2:2)

  • Χρήσιμοσ δὲ καὶ ποικίλοσ τῶν προσφερομένων τῷ νοσέοντι καὶ ὁ προορισμόσ, ὅτι μόνον τι προσενεχθὲν ὠφελήσει‧ οὐ γὰρ ἰσχυρίσιοσ δεῖ‧ πάντα γὰρ τὰ πάθη διὰ πολλὰσ περιστάσιασ καὶ μεταβολὰσ μονῇ τινι προσκαθίζει. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, iii.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, iii.1)

  • "διὸ καὶ Θεόφραστοσ ἀοίνα συμπόσια παίζων ἐκάλει τὰ κουρεῖα διὰ τὴν λαλιὰν τῶν προσκαθιζόντων. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 7:4)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 7:4)

유의어

  1. 가만히 앉아 있다

  2. ~앞에 위치하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION